Μάρτιος 2007 – ΤΟ ΔΩΡΟ
ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ
Ο Μήτσος της θείτσας της Γιώργαινας από
τη Λάλα είχε φύγει για την Αμέρικα από τα είκοσι του να βρει εκεί κάτου ένα κομμάτι ψωμί, όπως
έλεγε.
Αρχές του εξήντα, Μάρτη μήνα, αποφάσισε
να έρθει να δει τους δικούς του πόδε χάμου. Ήτανε και ο ίδιος εξηνταρισμένος ,
γεροντοπαλίκαρο μεν αλλά η τσέπη του βρόνταγε από τα τάλαρα. Πόδε χάμου αλλά
νοικοκυρεμένες δω κάτου στο γιαλό πια ζούσανε οι αδελφάδες του η Αγγέλω και η
Σταυρούλα.
Ο άντρας της Αγγέλως είχε ένα μαγαζάκι
γιατί ήτανε τεχνίτης, ενώ της Σταυρούλας
είχε μείνει ένας καλός αγρότης.
Έγκαταστάθηκε που λέτε ο Μήτσος στο
ΑΚΤΑΙΟ του κυρίου Τσάρλι για να μην είναι ουλοένα μέσα στα πόδια τους αδελφούνες
του. Του έφτιαχνε το πρωινό του, με το αζημίωτο φυσικά η κυρία Μέλπω και μέσα
μέσα, του τρατάριζε και κανένα καφεδάκι τα απογεύματα και καλά πέρναγε.
«Ωραίο τόπο το Ελλάντα» έλεγε στον
Τσάρλι, που και κείνος είχε κάνει στο Αμέρικα και μαζί με τα καζάντια του έκανε και το Καβοντορίτικο όνομα του
Χαράλαμπος, Τσάρλι.
Τέλος πάντων, ούλα καλά και ωραία αλλά έπρεπε
να πηγαίνει που και που και στις αδελφάδες του γιατί καλό το φαί του Μούτση που
πήγαινε το μεσημέρι βράδυ, αλλά είχε υποχρέωση να πάει και σε κείνες που τον
καλούσανε για να τα πούνε κιόλας. ’Αλλωστε η τσέπη του είπαμε ήτανε γιομάτη και
με το τρόπο, τους το είχε πει. «’Ηρθα να σας δω
και επειδή κανέναν δεν έχω, να σας βοηθήσω και με κάμποσα ντόλας γιατί με
τους πολέμους και τις φαγωμάρες σας εντώ στο πατρίντα, έχετε μεγάλες φτώχιες.»
Γαργαλιστήκανε εκείνες , είπανε δώξασοι
ο Θεός, νάτα τα απρόσμενα λεφτά και μάλιστα ντόλας. Αρχίσανε να τονε φωνάζουνε
πιο ταχτικά για τραπεζώματα. Στου τεχνίτη το σπίτι εύρισκε φασουλάδες, τραχανά,
άντε και καμιά πατάτα τηγανιτή. «Τι να κάνουμε Μήτσο μου? Φτώχια βλέπεις. Ρημάξανα
ούλα και έχω κόρη για πατρειά». Στον αγρότη, να ο κοκκινιστός κόκορας , να τα
συκωτάκια τηγανισμένα σβησμένα με ξύδι για να φχαριστηθεί ο Αμερικάνος, να το
κατσικάκι φρικασέ που δεν το φτιάχνουνε στο U.S.A.
Ήρθε και το Πάσχα. Έβαλε ο αγρότης αρνί
να ψηθεί στο φούρνο στο χτήμα του που είχε στον Αετό, έκανε η Σταυρούλα
μαγειρίτσα και στον ταβά κάτου από το αρνί αράδιασε σειρά σειρά κληματόβεργες
για να πάρει το ψητό νοστιμιά. Κρασί μπόλικο από το βαρέλι και στο κέφι πάνου,
πετάχτηκε ένα από τα παιδιά του αγρότη απέναντι στο καφενεδάκι και πήρε το
φωνόγραφο με το χωνί.
Μέσα στα άλλα, βάλανε και την πλάκα , «Μη
με στέλνεις μάνα στην Αμερική» συγκινήθηκε ο Μήτσος , δάκρυσε και σηκώθηκε να
πει την απόφαση για τα ντόλαρ.
Χαρήκανε οι άλλοι, είπανε βέβαια, βέβαια
ευχαριστημένος είναι-δικά μας σίγουρα είναι τα λεφτά.
Ο Μήτσος όμως είπε, «Πολύ φχαριστημένος είμαι. Σεις ντο χάμου
περνάτε πιο καλά από το Αμέρικα, για τούτο λέω γκω τα τάλαρα που έχω φέρει να
τα δώκω της Αγγέλως που είναι φτωχιά και που έχει κορίτσι να παντρέψει. Καλά
ντε κάνω?»
Κόκαλο οι άλλοι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου