Παρασκευή 20 Αυγούστου 2021

Σεπτέμβρης 2005. Ο ΚΥΡ ΓΙΑΝΝΑΤΣΗΣ.Χρονογράφημα Α.Κ. στην Καρυστινή.

 


Σεπτέμβρης 2005. Ο ΚΥΡ ΓΙΑΝΝΑΤΣΗΣ.

Τούτα που θα σας ιστορήσω σήμερα, μου τα είχε ειπωμένα η μακαρίτισσα η μάνα μου πολλά πολλά χρόνια πριν.

Όταν συγύριζε λέει το νοικοκυριό της οι γειτόνισσες που τη βλέπανε την πειράζανε λέγοντας την.»Ποιον περιμένεις κυρά Κεκεμπάνενα? Τον κυρ Γιαννάτση?»

Ήτανε τα χρόνια που ακόμα έλαμπε το φωτεινό άστρο και η δόξα του ποθαμένου πια  Βενιζέλου και που ο μπάρμπα Λιας σεργιάνιζε  τις προβατίτσες του για να βοσκήσουνε τις χορταριασμένες γειτονιές για να καταλήξει στην λάκα, γύρου από το σπίτι της Σκορδίλενας. Ξάπλωνε όπως ήτανε μέσα στη χιλιομπαλωμένη βάρκα του και το τζακό του από πάνου σύριζα στο μαντρότοιχο και όσο οι προβάτισες του βόσκανε εκείνος έπινε το κρασάκι που του πρόσφερε η νοικοκυρά του σπιτιού που ποτέ δεν της έλειπε.

Κι εκείνος της γιόμιζε ένα μπρακάτσι φρέσκο γάλα από το οποίο έφτιαχνε η αρχόντισα μια κρέμα προσώπου και χεριών που θα την ζηλεύανε και τα καλλυντικά. «Το καλλόν». Έβαζε ένα φλιτζάνι του καφέ γάλα, το χυμό ενός λεμονιού , μια κουταλίτσα του γλυκού γλυκερίνη και συμπλήρωνε με κάμποες σταγόνες κολώνια. Τα ανακάτευε καλά καλά και νάτο το φτιασίδι. Τα παιδιά της γειτονιάς πειράζανε το γέρο βοσκό φωνάζοντας « Ο Βενιζέλος πέθανε κι άφησε διαθήκη  και άφησε τον μπάρμπα Λιά ν αδειάζει το καθίκι. Τ’ ακουσες μπάρμπα Λια?» «Της μάνας σας τα κωλιά» απάνταγε τούτος κα ιέριχνε κανα δυο φάσκελα. Μετά, συνέχιζε το ραχάτι του.

Ξεμακρύναμε όμως, ας γυρίσουμε στον κυρ Γιαννάτση. Είχε έρθει που λέτε λίγα χρόνια πριν , από την Αίγυπτο. Λέγανε ότι δούλευε στον Κότσικα και ότι ο καλός τούτος πατριώτης όταν έφυγε από την δουλειά του για νάρθει πάνου , τον γιόμωσε αιγυπτιακές ολόχρυσες λίρες. Τι γίνηκαν όλα αυτά τα λεφτά, άγνωστο. Το σίγουρο είναι ότι ο κυρ Γιαννάτσης έμενε σε ένα φτωχικό σπιτάκι και έφερνε βόλτα στις γειτονιές.  Άμα έβλεπε καμιά νοικοκυρά της έλεγε  ότι μονάχα εκείνη αγάπαγε τόσο πολύ την λάτρα του σπιτιού της. Τόση καθαριότητα και αρχοντιά, καμιά άλλη.

Κολακευμένη εκείνη τον φίλευε ότι είχε πρόχειρο στο σπίτι. Ψωμί, τυρί ελιές, και στην εποχή του, λουκάνικο. Έτσι πέρναγε τον καιρό του χωρίς να ξοδεύει δραχμή.  Τα ρούχα του ήταν παλαιομοδίτικα και χιλιομπαλωμένα ,έπεφταν από πάνου του και τα παπούτσια του γέμιζαν φόλες από τον μπάρμπα Παράσχο τον μπαλωματή στην γωνίτσα κειδά στα Τρανωρέικα.

Κάποτε, αν και δεν ήτανε πολύ γέρος, ψόφησε. Ένας γείτονας μίλησε στον παπά Βαγγέλη και μαζί τα κανονίσανε. Τον ερίξανε μέσα στον κρέβατο και τρεχάλα τρεχάλα τον παραχώσανε σε μια ακρίτσα πίσω από τον Άι-Γιάννη. Όταν γύρισε ο γείτονας είπε να ρίξει μια ματιά στην βάτρα του μαγκούφη. Κάτω από το κρεβάτι του ανακάλυψε ένα πήλινο καθήκι σκεπασμένο με μια βρώμικη λινάτσα. Για να μη βρωμάει ο τόπος το πέταξε ολοίσα στην αυλή και τότε ακούστηκε ένα ευχάριστο ντριν ντριν ντριν. Κοίταξε ο άνθρωπος και τι να δει? Όξω στην αυλή σκορπισμένες δώθε κείθε λαμπιρίζανε ίσαμε δυο οκάδες ολόχρυσες αιγυπτιακές λίρες. Τις μάζεψε με προσοχή μια μια σε μια σακουλίτσα και τις μετέφερε στο σπίτι του. Από τότε πέρασε ζωή χαρισάμενη, ενώ εκείνος που τις είχε δουλέψει λαχτάρησε από την τσιγκουνιά του της ψείρας το ζουμί. Ξέρω, θα μου πείτε, και σήμερα τέτοιους έχουμε..συμφωνώ.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου