Πέμπτη 26 Αυγούστου 2021

Γενάρης 2002- ΟΙ ΚΟΥΤΑΛΑΦΟΙ -Απρίλιος 2004- Η ΚΟΜΙΣΣΑ. Χρονογραφήματα στην Καρυστινή Α.Κ.

 

Γενάρης 2002- ΟΙ ΚΟΥΤΑΛΑΦΟΙ

Στερέωσα  στη ποδιά της τα σταφύλια που μόλις είχε κόψει από τον πέτο της με την αβουντάκα, έκανε τα δυο της χέρια χωνί και φώναξε τη γειτόνισσα τα πέρα από το ρέμα.

Βαγγελιώ! Ω Βεγγελιώ!! Πάρε μωρή την Ελενίτσα σου και ελάτε πόθε πιο μετά να κόψουμε κομμάτι φύλλο. Να φέρεις και την πλαστηρίτσα σου μαζί γιατί δεν χωρεί ο σοφράς μου μια τη λιμπίδα σου που είναι κοφτερή. Και πούσαι!! Φέρε μου και την οκλαή σου γιατί η διτσά μου έχει σγίτζους και δεν ανοίγει καλά η τρισκατάρατη.

Όταν πήγανε κείνες το απογιοματάκι και είρχε η ώρα του τραταρίσματος με το φρέσκο σταφύλι, πιάσανε και τη κουβέντα. Τη Μαρίτσα σου δεν την βλέπω δω, είπε η Βαγγελιώ. Την έχεις σταλμένη πούβετα? Η έχει πάει πάλι για κουτάλαφους?

Όπως το λέεις Βαγγελιώ μου. Είρχε πιο μπροστά ο Μήτσος της Λευτέρενας και την  πήρε και παένουνε για τσείνα τα ζωίφια. Τσείνος τα μαζεύει μαθές για το πουλί του τσε τούτη για το γατί της γιατί έχει κανωμένα κατσούλια. «ΑΑΑ! Τώρα που το λες « είπε η άλλη, τάχα με αφέλεια.

«Φτάνουνε σάμε το Κατσούλι για δαύτο και πρέπει να προσέχεις μαύρη μου γιατί σα κάτου γέννουνται πράματα τσε θάματα της ντροπής. Μη δούνε τα μάτια τους τσάδα και ξαναγκριστούνε τσε σε βρει καμιά λαχτάρα.

«Πάβε μωρή! Τούτα κόμα είναι άψητα , γκαβά. Άντε που θα πάρουνε νόγα!! Θα λογαριάζουνε ότι είναι κάνα παιχνίδι σαν την πινακωτή πινακωτή.

« Ούλα έτσι αρχίζουνε. Με παιχνίδια» Είπε η άλλη. Πρόσεχε κακομοίρα μου μήπως οι κουτούλαφοι σου γίνουν φίδια. ‘

Φιδοτυλίχτηκε η μάνα της Μαρίτσας με κείνα που της είπε η Βαγγελιώ και την άλλη άμα ξεκινήσανε Μήτσος και Μαρίτσα για κουτάλαφους, έριξε ένα μαντήλι του ήλιου στο κεφάλι της και τους ακολούθησε από αλάργα.

Στην αρχή καμώνονταν εκείνοι ότι μάζευαν από κείνα τα ζουζούνια ώσπου χωρίς να το καταλάβει τους έχασε από τα μάτια της. Λάου λάου και ψάξε ψάξε τους ανακάλυψε κάτου στην αμμουδιά δίπλα σε κάτι βράχους.Και τότε κατάλαβε ότι η Βαγγελιώ είχε δίκιο.

Ζύγωσε σιγά σιγά και βούτηξε τη Μαρίτσα από το μαλλί και το Μήτσο από το αυτί.’»Λάτε δω μαγαρισμένα τσε θα σας εσυγυρίσω γω!» Είπε.  Η κόρη μισόκλαιγε αλλά ο Μήτσος σάμπως του ερχότανε να γελάσει. Τη μια μεριά τον ένα, την άλλη τον άλλον, έφτασε μέχρι τη πόρτα της Λευτέραινας.

«’Ελα μωρή να πάρεις τον κανακάρη σου και μαζί σου παραδίδω τσε τηδά την πατσαβούρα τη κόρη μου που να μην έσωνα να τηνε κάμω! Κουτάλαφους ε? Τσος για το πουλί του και τούτη  για το κατσούλι της. Πάρτους τώρα και τάιστους και τους δυο γιατί γώ τούτη δε θέλω να τήνε δω πια στα μάτια μου! Αν δεν μπορείς του λόου σου να τους ταίσεις να τους εστέλνεις να τρώνε κουτάλαφους»

«Μην κάνεις έτσι πια!» Είπε η Λευτέραινα. «Νέοι είναι 15 η δική σου, 17 ο δικός μου. Θα δουλέψουνε και ζήσουνε. Μη σκάεις! Μόνο έλα να σε τρατάρω ένα νερό και να κουβεντιάσουμε. «Και μέσα της χαιρόταν που ο γιος της είχε ακούσει τις συμβουλές της και κατάφερε να ξελογιάσει τη Μαρίτσα που και προίκα είχε μπόλικη, και όμορφη ήτανε γιατί αλλιώς μπορεί να πρόκανε κανένας άλλος και να χάνανε τούτοι τα πλούτη της.

Απρίλιος 2004- Η κόμισσα

Το Καρυστάκι  ερχότανε καμαρωτό καμαρωτό όπως κάθε βραδάκι από τη Ραφήνα. Εκείνο όμως το Αυγουστιάτικο απόγευμα έφερνε κάτι στον πισινό του που έκανε τους ναυτικούς της παραλίας να απορούνε.

Τι είναι πάλι τούτο? Με τέτοια μπονάτσα και να σέρνει ναυάγιο. Όταν έφτασε στο λιμάνι λύθηκε η απορία. Ήτανε ένα κότερο που είχε χαλάσει η μηχανή του και το ρυμουρκούσε. Από δω και πέρα όμως αρχίσανε οι δικές μου απορίες που κοντέψανε να μου φέρουνε ταμπλά.

Το γραφείο του ΟΤΕ ήτανε εκεί που σήμερα είναι η Άλφα τράπεζα και εγώ έκανα κουμάντο στις τηλεφωνικές επικοινωνίες ούλης της νότιας Εύβοιας με μεγάλο καμάρι όταν έγιναν τούτα δω.

Ήρχε στο γραφείο μου η ιδιοκτήτρια του κότερου με εμφάνιση ντάλε κουάλε Γαλούλας με πάνου της μια λουλουδάτη βυζοθήκη  για τα κρεμασμένα στήθη της και κάτου ένα διμητένιο βρακί που σήμερα το λένε, βερμούδα. Ήθελε να τηλεφωνήσει δεν ξέρω που. Δώστε μου το τηλέφωνο και το όνομα σας. Είπα εγώ. Μούδωσε έναν αριθμό , μούπε και το όνομα της που μου έφερε ίλιγγο.

Είμαι η κόμισσα Καλίνσκυ. Τρελάθηκα. Έτσι είναι οι κόμισσες? Σκέφτηκα. Που είναι το καπέλο με το φτερό? Που είναι το νταντελένιο φουστάνι? Δε πρόφτασα να συνέλθω όταν μου ήρθε  κι άλλη κατραπακιά. «Ρε αγοράκι, γίνεται να κάνουμε κανένα μπαλαμούτι για να μην περιμένω πολύ?»Είπε ενώ έχωσε το χέρι της μέσα στη βράκα, έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα μάλμπορο, σπάνιο είδος για την εποχή εκείνη, και ένα φουσκωτό πορτοφόλι με κάτι πράσινα λεφτά που τα λέγανε δολάρια.

Μια μυρωδιά φρέσκου πετσιού χύθηκε στην ατμόσφαιρα από εκείνο το πορτοφόλι, γιατί φαίνεται για να διατηρήσει τη φρεσκάδα του αλλά και τη σιγουριά του το έκρυβε στο μικρό βρακί που φόραγε από μέσα από κείνη τη βράκα. Όταν πλήρωσε τα παραπανίσια για να γίνει το τηλεφώνημα της επείγον, ακούστηκε να λέει στον συνομιλητή της.? «Ρε Βαγγέλα, χάλασε η μηχανή του πλεούμενου μου τούτοι δω πέρα που με ρυμούλκησαν μου ζητάνε τραβηχτικά. Με νόησες? Τα άλλα δικά σου και χαραντάν. ‘Ναι κουκλάρα μου, είπε ο Βαγγέλας και τέλειωσε η συνδιάλεξη.

Και ενώ προσπαθούσα να εξηγήσω τα ανεξήγητα ήρθε και η μεγαλύτερη έκπληξη. Τηλεφώνημα άμεσης προτεραιότητας από το Υπουργείο Εξωτερικών για σύνδεση με το λιμεναρχείο. Και τότε ακούστηκε ο ίδιος όπως είπε ο υπουργός , ο Ευάγγελος Αβέρωφ να λέει στην λιμενική αρχή. «Παρακαλώ να εξυπηρετήσετε την κυρία , να της ζητήσετε συγνώμη για την ταλαιπωρία που τυχόν υπέστη και να την διευκολύνετε να επισκευάσει την βλάβη και αφού θεωρήσετε το ναυτολόγιο του σκάφους να την παρακαλέσετε να αποπλεύσει όποτε κρίνει σκόπιμο, χωρίς άλλες ενοχλήσεις. Έγινα σαφής? Ευχαριστώ.»

Αυτά γίνανε την καλή εκείνη εποχή και από τότε έχασα κάθε καλή ιδέα που είχα για τις κόμισσες και ίσως και για τους υπουργούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου