Νοέμβρης 2003 - Ο
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ
Σήμερα λέω να σας πω μια κατάδικη μου ιστορία και μη βιαστείτε να πείτε , δεν έχουμε όρεξη να την ακούσουμε, γιατί μπορεί να σας αρέσει.
Το χωριό Γιαννίτσι το ξέρετε. Και θα ξέρετε ότι κάτου κάτου φτάνει ως τη θάλασσα που τώρα τη λένε, Παραλία Γιαννιτσίου. Ολόκληρους αιώνες εκείνη η παραλία ήτανε η χαρά του Θεού και κράταγε ούλη της την παρθενιά γιατί δεν υπήρχε δρόμος να πάει κανείς να μπερμπαντέψει. Ώσπου πήγε το γκρέιντερ τότε δα άνοιξε ένα πράγμα σαν δρόμο και αμέσως ούλοι βιστήκανε να πάνε να δούνε την παρθένα ακρογιαλιά.
Έγινε τότε το δώσε μου και μένα μπάρμπα. Τι φωνές τα καλοκαίρια, τι φασαρία και κρυφά κρυφά θα σας πω ότι ακούστηκε πως μερικοί και μερικές,ντόποιοι και ξένοι, κάνανε το μπάνιο τους τσιτσίδι και έτσι όπως ξαπλώνανε στην κατακάθαρη αμμουδιά να λιοπυριστούνε. Τα άλλα δεν θα σας τα πω, γιατί είναι ντροπής πράματα αλλά σεις τα καταλαβαίνετε.
Κειδά παραδίπλα, όμως ήτανε και το χτήμα ενός νοικοκύρη που τα καλοκαίρια έμενε με την οικογένεια του στην καμαρίτσα που είχε τσα μέσα για να κουμαντέρνει τα μποστανικά του. Από δω αρχίζουν και τα βάσανα του.
Βραγιές είχε και βραγικά δεν μάζευε γιατί τη νύχτα μουντέρνανε οι μουσαφιραίοι και του τα κάνανε γιάλα.
Αποφάσισε να στήσει καρτέρι και τότε τα πράματα γίνανε χειρότερα γιατί ξαναγκριζότανε με τσείνα που έβλεπε και πια η νοικοκυρά του δεν μπόραγε να νηστέψει μήτε την Παρασκευή μήτε ο Σαββατόβραδο.
Εκεί όμως που ξεχύλισε το ποτήρι ήτανε με τους λαθροψαράδες .Με φακούς και με μπουκάλες ψάχνανε τη θάλασσα μέχρι τον πάτο και δεν αφήνανε τουτουνού ούτε μαρίδα.
Αγαναχτισμένος έτρεξε στο λιμεναρχείο του Μαρμαριού, το και το. Ξεσηκώθηκε η εξουσία του τόπου, λιμενικό, αστυνομία, τηλεφωνούσανε και στο λιμενάρχη των Στύρων νάρχει για ενίσχυση και με ένα ταξί ξεκινήσανε για τη μεγάλη έφοδο.
Έρχεσαι? Μου τηλεφώνησε ένας τους. Θάχει και κόκκορα ετοιμάσει ο μπαξεβάνης κοιδά δίπλα και κρασί σπιτίσιο.
Σκαρφάλωσε στο αυτοκίνητο μου που το άφησα στην αυλή της Σοράγιας, χώθηκα στο ταξί που με περίμενε και μπρος βήμα ταχύ για το μεγάλο ρεσάλτο.
Πράγματι, όταν φτάσαμε στο γιαλό, ερχόντουσαν με το φουσκωτό και οι λαθραίοι.Ζύγωσε κοντά η εξουσία και προσπαθούσε να τους βάλει σε τάξη. Εγώ περίμενα δέκα μέτρα πιο κει γιατί βέβαια, δεν ήμουν αρμόδιος.
Οι λαθραίοι στην αρχή σκιαχτήκανε αλλά με την κουβέντα συμπεράνανε ότι δεν υπάρχει φόβος και ξεθαρευτήκανε .Αρχίσανε και τ ΄αστεία. Ε, είπα, ας ζυγώσω και εγώ. Και τότε έπεσε πανικός. Ο εισαγγελέας! Είπε ένας από δαύτους και αμέσως αρχίσανε τη κλάψα.
Άλλος βρέθηκε καρδιακός, άλλος με πέτρα στην χολή. Ευκαιρία, σκέφτηκα και γώ, που μου είχανε γυαλίσει κάτι τσιπούρες και ολόπαχα μπαρμπούνια στον πάτο του φουσκωτού.
Μπορώ να πάρω ένα? Ρώτησα. Ό, τι θέλετε!! Ό, τι θέλετε!! Είπανε οι άρρωστοι. Γέμισα μια τσάντα με τα καλύτερα, είπανε εκείνοι δεν το ξανακάνουμε, τελευταία φορά ήτανε επειδή η μυρουδιά του κοκκινιστού κόκορα μας έσπαγε τη μύτη, ξεκίνησε η εξουσία κι εγώ μαζί για το ξεκοκκάλισμα του.
Όσοι εκείνοι κουβεντιάζανε μετά το φαγοπότι για την τάξη που επιβάλλανε, ξαμολύθηκα στο μποστάνι.
Η μια τσάντα που είχα ακόμη φισκάρει διαλεχτές ντομάτες και η άλλη μοσχομύριστα πεπόνια. Τα φόρτωσα στο πορτ μπαγκάζ του ταξιού. Στης Σοράγιας που άνοιξα το πορτ μπαγκάζ για να μεταφέρω την πραμάτια στο δικό μου, η εξουσία έμεινε με το στόμα ανοιχτό και ένας είπε.
Ρε σεις? Εμείς τι ήρθαμε να κάνουμε?
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου