Μάρτιος . Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ.
Ο Φλεβάρης του 1969 ήτανε πολύ ανάποδος.
Οι χιονιές και οι κακοκαιρίες έδιναν πάσα η μια στην άλλη. Έτυχε που λέτε ένα από κείνα τα κακά βράδια και μάλιστα το χειρότερο να έχω βάρδια στο Τηλεφωνικό Κέντρο. Βάρδια χωρίς αντικείμενο γιατί δεν είχε μείνει τίποτα όρθιο. Όλο το δίκτυο ήτανε νεκρό κατεστραμμένο από την χιονιά από τους δυνατούς ανέμους.
Μόνος από νωρίς, χωρίς ηλεκτρικό και θέρμανση, πάλευα να σπρώξω την ώρα μέχρι τις 12 που και τυπικά έκλεινε το γραφείο και να μετρήσω τις δυνάμεις μου μήπως καταφέρω να στάσω στο σπίτι μου.
Επικοινωνία με τους πάντες, μηδέν.
Είχα όμως από πάντα την συνήθεια όταν είχε κακοκαιρία και κόβονταν οι γραμμές να βάζω βύσμα στις κυψέλες του μεταλλάκτη μήπως πιάσω επαγωγικά να προσπαθεί κάποιο τηλεφωνείο να επικοινωνήσει μετο Κέντρο μεγάλης ανάγκης.
Θάτανε ένδεκα η ώρα το βράδυ όταν στην κυψέλη του τηλεφωνείου Αγ.Δημήτριος άκουσα ένα ψίθυρο. Ήταν η κυρά Σοφία η Στέφωση που με μεγάλη αγωνία ζητούσε βοήθεια για μια έγκυο που είχε αποβάλει στον πέμπτο μήνα και κινδύνευε η ζωή της.
Πρώτη μου ενέργεια ήτανε να τρέξω μέσα στην κοσμοχαλασιά στη μαία τρία τετράγωνα πιο πέρα για να μου δώσει οδηγίες διότι δεν μπορούσε να έρθει στο γραφείο. Πήγα και ξανά πήγα εξηγώντας την κατάσταση της ασθενούς και φέρνοντας οδηγίες από την μαία χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Όταν διαπίστωσα το μάταιο των προσπαθειών μου, έτρεξα και κτύπησα την πόρτα του Αστυνομικού Διοικητή τότε του κ.Τσιφούτη που έμενε στο επάνω του μπάρμπα Αντώνη του Ζωγράφου. Η ώρα ήτανε μία μετά τα μεσάνυχτα .Όταν εμφανίστηκε ο ίδιος απορημένος στην πόρτα, του ανέφερα τις προσπάθειες μου για βοήθεια οι οποίες όμως ήταν άκαρπες. Θυμάμαι, ότι αύθόρμητα με αγκάλιασε και είπε. Μπράβο Άγγελε, έκανες πάρα πολλά. Από εδώ και πέρα αναλαμβάνω εγώ.
Ντύθηκε και τρεχάλα έφθασε στο σπίτι του αγαπητού σε όλους μας Νίκου Μπουρνουσούζη που είχε αμάξι φορτηγό. Στη συνέχεια ο Νίκος με το φηρτηγό και μαζί ο γιατρός Κυριακόπουλος αγκομαχώντας μέσα στα χιόνια έφτασαν στον Άγιο Δημήτρη παρέλαβαν την γυναίκα και την έφεραν στο Νοσοκομείο όπου της έδωσαν ότι βοήθεια χρειαζόταν. Στις τρεις , όταν με πολύ προσπάθεια και τα πόδια χωμένα στα χιόνια έφτασα σπίτι μου , η μάνα μου κλαίγοντας από την αγωνία προσευχήθηκε στη Μεγαλόχαρη που ήμουν καλά και ανάβοντας την γκαζιέρα ζέστανε νερό και βάζοντας το σε ένα μπουκάλι μου θέρμανε τα παγωμένα μου πόδια.
Στις 21 του Μάη που γιόρταζε το χωριό Άγ.Δημήτρης ήμουν και εγώ εκεί. Ένας νοικοκύρης του χωριού με πλησίασε και γεμάτος συγκίνηση μου είπε.
Χάρη σε σένα το σπίτι μου είναι ανοιχτό. Σε κερνάω ότι θέλεις.
Νάστε καλά φίλε μου, το είπα. Δεν θέλω άλλο κέρασμα. Η κουβέντα που μου είπες μου φτάνει.
Ήταν αυτό η καλύτερη αμοιβή μου για την προσπάθεια μου εκείνη την δύσκολη νύχτα. Πιστεύω ότι έτσι θα ένιωσαν και ο κ.Θόδωρος Τσαφούτης και καλός μου Νίκος Μπουρνουσούζης.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η αφήγηση του μας θυμίζει μια παροιμία που την συνήθιζαν πολύ στην Κάρυστο.
Η κουβέντα σου με χόρτασε και το φαί σου, φάτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου