Ο παππούς
μου από την πλευρά της μητέρας μου ήταν ο Γεώργιος Σαραβάνος. Το σπίτι του ήταν
στο Νικάσι και ήταν γραμματέας του δήμου Καρύστου με γραφείο στο Δημαρχείο
Καρύστου. Μετά την δημιουργία κοινοτήτων στα χωριά, υπό την δημαρχία του Τάκη
Σαραβάνου, έγινε γραμματέας των χωριών με έδρα το Νικάσι. Τότε ήταν όλα τα
χωριά μαζί και δεν είχε ακόμα γίνει το κάθε ένα ανεξάρτητο με δικό του
συμβούλιο. Σε διαμορφωμένο δωμάτιο σε γραφείο, δεχόταν τον κόσμο και έκαναν
όλες τις συναντήσεις που χρειαζόντουσαν να γίνουν για να εκτελέσει τα καθήκοντα
του. Ο παππούς έφερε στην Κάρυστο την πρώτη γραφομηχανή για τις ανάγκες της
αλληλογραφίας και όχι μόνο. Φορούσε συνήθως λευκά και αυτό ήταν το χαρακτηριστικό του. Κατέβαινε
με το γαιδουράκι του στην Κάρυστο και η γιαγιά μου η Κούλα, του είχε φτιάξει στην
κρεβατίνα κεντητό σαμαρόπανο και ακόμα πιο όμορφο κεντητό ταγάρι. Συναντούσε κόσμο στην ταβέρνα του Μιχαήλ, που
βρισκόταν στην είσοδο στα Οβρέικα όπως ερχόμαστε από την Ελλήνων Αμερικής πιο
κάτι από το χάνι που ήταν στην γωνία, εκεί που τώρα είναι το χασάπικο του
Έξαρχου. Δυστυχώς, πέθανε νέος, μόλις 49 χρονών από το κακό, όπως έλεγαν τότε
τον καρκίνο, το 1951.
Έτσι, έμεινε
χήρα 40 χρονών η γιαγιά μου η Κούλα Κοκκίνη. Η γιαγιά μου παντρεύτηκε μεγάλη
για τα δεδομένα της εποχής, 28 χρονών! Ήταν από τα λίγα κορίτσια που είχαν
τελειώσει το δημοτικό και μετά εργαζόταν στο παντοπωλείο του πατέρα της, Γιάννη
Κοκκίνη στο Νικάσι, επί στην είσοδο στο χωριό σήμερα. Ήταν μια δραστήρια
εμπόρισσα και μετά τον γάμο της και το μεγάλωμα των τριών της παιδιών, -αφού
έχασε ένα σε μικρή ηλικία από πνευμονία- και την πρόωρη χηρεία της, εργάστηκε
σκληρά στα κτήματα τους για να κρατήσει όρθιο το σπιτικό της.
Ο πατέρας
της ο Γιάννης ο Κοκκίνης, ξεκίνησε από πάρα πολύ φτωχό παιδάκι που μάζευε και
πουλούσε αυγά, για να φτάσει με την εργασία του και την επιμέλεια του, να
αγοράσει μαγαζί στην Κάρυστο, στην είσοδο στο στενό του Μούτση σήμερα, όπου
άνοιξε μεγαλύτερο παντοπωλείο. Προίκισε πλουσιοπάροχα τα τρία κορίτσια του, την
Κούλα με 500.000 παλιές δραχμές, και άλλα τόσα στην Μαρίκα ενώ στην Αρίστη
έκτισε ένα σπίτι μοναδικό για την ομορφιά του εκείνη την εποχή, αφού ήταν το
πρώτο με κεραμίδια στην συγκεκριμένη αρχιτεκτονική. Το μαγαζί το συνέχισε ο
γιος του με μεγάλη επιτυχία για πάρα πολλά χρόνια. Ο προππάπος Γιάννης
παντρεύτηκε όταν ήταν μόλις 17 την 16 Ελένη και έμειναν αγαπημένοι μέχρι το
τέλος.
Τότε ο
κόσμος δεν είχε επαφές με τον έξω κόσμο όπως σήμερα και φυσικά ούτε τις ανέσεις
που έχουμε, η αποκτήσαμε μέχρι πρόσφατα σχετικά.
Οι νοικοκυρές
και τα ζευγάρια η οι οικογένειες, μαζευόντουσαν κάθε βράδυ σε άλλο σπίτι. Είχαν
ετοιμασίες από τηγανόπιτες, λουκουμάδες, γλυκά η μεζέδες, και μαζί με το
εργόχειρο η ώρα περνούσε με ιστορίες και κουβέντες. Αυτό δείχνει ότι δεν
υπήρχαν, έντονα τουλάχιστον, διαμάχες η αντιπαλότητες στις μικρές κοινωνίες των
χωριών και για να είμαστε ακριβείς, στο Νικάσι, Καλύβια, Γραμπιά , Λάλα και
Αετό, όπου υπάρχουν καταγεγραμμένες αυτές οι αναμνήσεις.
Τα τρία
παιδιά του Γιώργου και της Κούλας, είναι ο Γιάννης Σαραβάνος που ακολούθησε τα
βήματα του πατέρα του και ανέλαβε την Γραμματεία των Χωριών, η Χάιδω, η μητέρα
μου, και η Ελένη που έφυγε πρόσφατα τόσο ξαφνικά και άδικα.
Η μητέρα μου
γνώρισε τον πατέρα μου όταν ήταν 18 χρονών και εκείνος 35. Παρά την διαφορά της
ηλικίας τους έζησαν αγαπημένοι , δούλεψαν και πρόκοψαν με αξιοπρέπεια αφήνοντας
μας να μας συνοδεύει, μια παρακαταθήκη και ευχή, να είμαστε τίμιοι και καθαροί
με τους ανθρώπους και την κοινωνία.
Μια πιπεράτη
ιστορία που θυμάται η μητέρα μου από τις στιγμές της υπηρεσίας του παππού μας λέει
ότι ο δραστήριος γραμματέας είχε βάλει σκοπό να ανοίξει τον σημερινό δρόμο για
την Αγία Τριάδα. Αφού λοιπόν τα κατάφερε και πήρε την έγκριση γεμάτος χαρά,
φιλοξένησε τους μηχανικούς που ήρθαν συν γυναιξί,για να χαράξουν τον δρόμο.
Φυσικά αυτή η δουλειά χρειάστηκε κάποιο χρόνο για να γίνει με αποτέλεσμα, ένας σύζυγος να το σκάσει με την κυρία του
άλλου!!
Γινόντουσαν
και αυτά λοιπόν, αλλά τουλάχιστον, μας έμεινε ο δρόμος!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου