Τρίτη 17 Αυγούστου 2021

Απρίλιος 2007. Σουτζούκ Λουκούμ- Άγγελος Κεκεμπάνος στην Καρυστινή

 

Απρίλιος 2007. Σουτζούκ Λουκούμ

Ήτανε εξηνταρισμένη και κάτι. Παντρεμένη από τα είκοσι έβλεπε πια τον άντρα της σαν κατουρημένο βρακί.

Βέβαια, μαζί κοιμούντανε αλλά η μόνη τους επικοινωνία ούλη την νύχτα ήτανε κάτι ομοβροντίες που ακούγονταν από τα φουρνέλα πότε κείνου ,πότε κείνης.

Κειδά όμως που ούλα ήτανε μαραμένα σαν ξεπερασμένες ξυλαγγουριές έβαλε ο διάλος την ουρά του. Της γυάλισε της Αντωνίας ένας που φαινούτανε ότι είχε ακόμη τα ζούμια του. « Βρε! Παρά ολότελα καλός κι ο Παναγιωτάτσης!»’Ετσι τον έλεγαν τούτονε και μια και κείνου η γυναίκα μια κακομούτσουνη δεν έστεκε πια ούτε στα ποδάρια της σκέφτηκε, «Βρε δε δοκιμάζω με τούτονε που μου τα ρίχνει ! Μπορεί και πάλι να μου σηκωθεί το κουράγιο μου».

Έτσι άρχισε το ειδύλλιο, ένα ειδύλλιο που ούλες τις εποχές το λένε γεροντοέρωτα και αλί και τρισαλί.

Αρχίσανε τις λιγωμένες ματιές τα ψου ψου πότε από κοντά, και πότε από το τηλέφωνο , γιατί εκείνος δεν ήταν δω χάμου και προχώραγε το πράγμα και με το νου φουντώνανε και οι ελπίδες.  «Έτσι και βρεθούμε να δεις τι έχει να γίνει!» σκέφτονταν και θυμόντανε ο καθένας τους το τι γινότανε όταν ήτανε στα νιάτα τους. Ξεχνάγανε ότι τότε τα γρήγορα όπλα ήταν σε γκράδες , ενώ τώρα οι νέοι έχουνε πυραύλους , αργογέμιστους μεν αλλά πυραύλους , ενώ οι γκράδες είναι χωμένοι μέσα στην σκουριά τους. «Να δεις τι θα σου φέρω τα Χριστούγεννα!»  της είπε μια φορά εκείνος από το τηλέφωνο, ενώ το χέρι του έψαχνε μέσα στην τσέπη του παντελονιού του. «Θα σου φέρω σουτζούκ λουκούμ και χρυσά μήλα και να χαίρεται η καρδούλα σου. Θα δεις τι μεγαλεία σου έχω!»

Λιγώθηκε κείνη από την λαχτάρα της γιατί πολύ τα άρεσε το σουτζούκ λουκούμ αλλά τα χρυσά τα μήλα! Τι ήτανε πάλι τούτο? Λες εκείνα που λιμπιζότανε στα νιάτα της να έχουνε γίνει με τα χρόνια χρυσά? Μακάρι και ποιος τη χάρη της που θα τα πιάσει και θα τα χαρεί! Τυχερή είναι που τώρα στα εξήντα της , της τυχαίνει τέτοιο λαχείο. Η καρδιά της ξαφτούραγε  από την γλυκιά προσμονή και το μυαλό της στριφογύριζε σε κείνα τα χρυσά μήλα. Όσο για τον άντρα της? Καλά να του κάνει! Όχι στην αρχή του γάμου τους και από τούτο κι από κείνα και τώρα τόσα χρόνια, γύρνα από την άλλη και ψόφα!

Ώσπου ήρθε ένα βραδάκι παραμονή στα φετινά Χριστούγεννα και η πολυπόθητη ώρα. Κοιμήσου συ! Είπε στον άντρα της , γιατί γω πάω κειδά πέρα στην θείτσα Ασπασία που είναι μοναχή της και απόψε είναι πολύ άρρωστη. Να της κάνω ένα ζεστό να πιει και να της τρίψω λίγο τα παίδια της να μολάρουνε. Αν αργήσω λίγο μην ανησυχήσεις! Θάρθω!

Σε λίγο με λαχτάρα και χίλιες προφυλάξεις μπήκε στο σπίτι του Παναγιωτάτση! Βιαστική καθώς ήτανε να δοκιμάσει το σουτζούκ λουκούμ άρχισε να ψάχνει στην θέση που συνήθως είναι κρυμμένο. Κάτι ζούφιο όμως  ήτανε κρυμμένο κει μέσα που μόλις κουνιότανε. Εβδομηντάρης βλέπεις ο νοικοκύρης του.

Ξεκούμπωσε κείνη μάνι μάνι την κρυψώνα για να δει με τα μάτια της το κελεμπούρι. Της ήρθε ταμπλάς. Αντί για σουτζούκ λουκούμ και Χρυσά Μήλα βρήκε κειδά μέσα κάτι μαραζιασμένες μασταλούδες!.

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου