Γενάρης
2009- Η ΠΕΠΟ- ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΚΕΚΕΜΠΑΝΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΡΥΣΤΙΝΗ.
Σήμερα λέω
να σταθούμε και πάλι για λίγο στο παλιό σκαλοπάτι του χρόνου και να ξαναθυμηθούμε το παλιό δημοτικό που
τότε το έλεγαν σχολείο και σήμερα πεσιμιστικά, σκολιό.
Απέναντι
λοιπόν από την πίσω σιδερένια πόρτα του , βρισκόταν ολάνοιχτη η πόρτα ενός
σπιτιού. Πίσω από το μεγάλο τραπέζι που φαινόταν από κει, καθόταν στην καρεκλίτσα της μια κοπέλα ονομαστή για
την καλοσύνη αλλά και στην ασκήμια της. Ήτανε η Πέπο η μοναχοκόρη του κυρ
Βασίλη που τον έλεγαν, φαρμακοποιό. Δεν ξέρω γιατί.
Πάνου λοιπόν
σε κείνο το τραπέζι βρισκόταν το εμπόρευμα που διέθετε η καλή Πέπο για να
αγοράζουν όσοι μπορούσαν από τα παιδάκια του σκολείου στα διαλλείματα.
Μπιλιμπιά,
δηλ, χρωματιστά κουφετάκια, ζαχαρωτές καραμελίτσες, κοντύλια για την πλάκα που
γράφομε, λίγα τετράδια και την πιο καλή γυάλα εκείνο που για τα φτωχά παιδιά
ήτανε άπιαστο όνειρο.
Ζαχαρωτά
κοκοράκια, κατακκόκινα, στηριγμένα σε ένα ξυλάκι. Είχανε όμως 50 λεπτά, ποσό
δισεύρετο για την εποχή. Μέσα από κείνη την σιδερένια σχολική πόρτα που είπαμε,
το μεγάλο τσούρμο των 500 παιδιών, χωρισμένα σε έξη τάξεις με ένα δάσκαλο η
κάθε μια.
Ξυπόλητα τα
πιο πολλά, με το ντρίλινο παντελονάκι τους μπαλωμένο στα πισινά τους. Για
σώβρακο και εσωτερικό φανελάκι , ούτε κουβέντα. Είδη ανύπαρκτα.
Εκείνα τα
500 πεινασμένα παιδιά, όταν γινόταν διάλλειμα τρέχανε μερικά στης Πέπος και αν δεν είχανε δεκαρίτσα για να αγοράσουνε
κάτι , είχανε όμως μεγάλη δίψα.
Στην άκρη
του τραπεζιού ,η πάνου σε μια παλιά καρέκλα υπήρχε πάντα και ιδιαίτερα το
καλοκαίρι ένας στραπατσαρισμένος κουβάς του πηγαδιού γεμάτος με γλυφό νερό.
Εκεί χώνανε τη μούρη τους τα παιδιά και πίνανε σαν τα προβατάκια. Από την άλλη
πλευρά, στα δεξιά του αυλόγυρου κάτι καμαρωτές μουριές , βλέπανε τα αγόρια να
σηκώνουνε για λίγο το ντρίλινο μπατζάκι του παντελονιού τους , και βγάζουνε την
κατουρόβρυση και να τις ποτίζουνε. Φχαριστημένες από τούτο τα ανταμείβανε κάθε
αρχή του καλοκαιριού με τα γλυκά τους μούρα.
Περνούσανε
τα χρόνια , πέρασε και ο πόλεμος.
Και τότε
κείνα τα πεινασμένα και ξυπόλυτα παιδιά, σήκωσαν στα ποδαράκια και στους
πεινασμένους ακόμη ώμους τους την αναστύλωση.
Σιγά σιγά
άρχισε ο τόπος να συγκροτείτε, με την δούλεψη τους. Λίγο αργότερα ένας λίγο πιο
παλιούτσικος πήρε στα χέρια του το χαλινάρι του δήμου. Και έγινε το Θαύμα. Το
μικρό κακόμοιρο χωριό έγινε μια όμορφη καθαρή και λουλουδιασμένη πολιτεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου