Δεκέμβρης 2002- Η Χαδίτσα
Στην παλιά Ανεμώνη κολλητά, εδώ και πολλά πολλά χρόνια ήτανε μια αποθηκούλα και επειδή η γριά Χαδού δεν είχε που την κεφαλή κλείνε, ο νοικοκύρης της αποθηκούλας την άφησε να μένει κειδά μέσα.
Τούτη η γριά Χαδού από τότε που πέθανε ο άντρας της είχε πομείνει μοναχή και έρημη. Φτωχός μεροκαματιάρης εκείνος δεν το μείνε μια δραχμή να βάλει στην άκρη. Μεροδούλι-μεροφάι. Νοικοκύρεψε όσο μπορούσε την αποθηκούλα η Χαδού και έμενε μέσα συντροφιά με την ερημιά της ώσπου ένα βράδυ με χιονιά ακούστηκε ένα νιάου νιάου στην πόρτα της Άνοιξε η γριά και ένα μουσκεμένο γατάκι τρύπωσε ολοίσια μέσα. Από τότε και πέρα τούτο ήταν το παράξενο.
Επειδή η κυρά της δεν είχε να την ταίσει, αποφάσισε η γατούλα να φροντίσει τον εαυτό της για τούτο. Κατά από κάτου ήτανε η θάλασσα και συχνά πυκνά έβγαζε με το κύμα κανένα ψόφιο ψαράκι. Με τον καιρό συνήθισε η γάτα να πηγαίνει σε ένα βραχάκι να παρακολουθεί τα ψάρια που αφθονούσαν κείνα τα χρόνια να ζυγώνανε όξω όξω στην στεριά οπότε και και δυο κατάφερε η Χαδίτσα να γίνει τέλειος ψαράς. Κάθε βράδυ που είχε καλό καιρό έβγαινε πυροφάνι και ότι έβρισκε το κουβάλαγε στο σπίτι για να το φάει με την ησυχία της. Κοκοβιοί, χειλούτσες ,περκίτσες ακόμη και σουπιές. Τα έπιανε, τα έφερνε μπροστά στην πόρτα και πήγαινε για άλλη καλάδα. Είδε η Χαδού ότι το σπίτι της γέμισε ψάρια , είδε ποιος τα έφερνε και γιομάτη χαρά, αποφάσισε να κάνει τη μοιρασιά. Εκείνη θα τα έψηνε στη χοβολίτσα , θα έτρωγε λίγο ψαχνουδάκι να χορτάσει την πείνα της και τα υπόλοιπα της Χαδίτσας . Έτσι ονόμασε την γάτα.
Λίγα μέτρα πιο πέρα ήτανε το νοικοκυρεμένο σπίτι της Νικολίνας. Γεμάτες οι πιθάρες της στο μπαστικό. Στάρια, λάδια, όσπρια, ξερά σύκα. Και ακόμη μέσα στις μελτερές μέλια, πετιμέζα, ρετσόλια. Κείνες τις μέρες παραμονές Χριστούγεννα, η Νικολίνα με τις κόρες της ετοιμάζανε τους κουβάδες να τους γεμίσουνε πασπαλάδες ,λουκάνικα και ψαχνά από τα δυο τους γουρούνια. Ανήμερα Χριστούγεννα, άναψε μπόλικα κάρβουνα στο μεγάλο της μαγκάλι και ώσπου να χωνέψουνε ετοίμασε τις διαλεχτές μπριτζόλες να ψήσει για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Άμα ετοιμαστήκανε τα κάρβουνα και πήγε να βάλει πάνου στην σχάρα τις μπριτζόλες είδε ότι έλειπε μια.
Κούλα, για έλα παδά! Φώναξε την κόρη της . Είδες που πήγε η μπριτζόλα?
Το μόνο που είδα, είπε η κόρη, είναι η Χαδίτσα της γριάς Χαδούς. Κείνη θα τη βούτηξε. Τώρα θα πάω να την αφαλοκόψω. Είπε η Νικολίνα και ξεκίνησε για το καλύβι της φτωχής. Άκουσε κουβέντες και έβαλε αφτί. Μην σκάς ψυχή μου , μην κλαίς κόρη μου που αναγκάστηκες να γίνεις κλέφτρα Ο Μεγαλοδύναμος τα συγχωρνάει αυτά. Αν δεν έφερνες τούτο το κρεατάτσι θα πεθαίναμε της πείνας χρονιάρα μέρα. Περιμένω λιγάτσι να ψηθεί τσε θα το μοιραστούμε μισό μισό.
Έριξε μια ματιά η Νικολίνα και είδε τη Χαδού να έχει βάλει την μπριτζόλα στην χόβολη από τα φρούσουλα που είχε μαζέψει στην γειτονιά και να μιλάει με τη γάτα της ξυπόλητη όπως ήτανε και τρέμοντας από το κρύο.
Τυλίχτηκε στο σάλι της και γύρισε σπίτι αλλιώτικη. Πήρε ένα ταγάρι, έβαλε μέσα μια σακουλίτσα τραχανά, δυο χούφτες ξερά σύκα, μισό καρβέλι , ένα μπουκάλι λάδι. Ύστερα διάλεξε την πιο μεγάλη μπριτζόλα και την έβαλε σε μια γκαβαθίτσα.
Φόρα το χοντρό μου σάλι και κείναι τα παπούτσια που μου ήτανε μεγάλα, πάρε και συ μια αγκαλιά ξύλα και έλα μαζί μου, είπε στην κόρη της.
Φτάσανε στο σπίτι της Χαδούς και της είπανε μονάχα τούτα. Το ζωντανό σου μας έδειξε τον δρόμο του Θεού. Από σήμερα όσο μπορούμε με την Δύναμη του θα σε φροντίσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου