Τρίτη 17 Αυγούστου 2021

Ιούλιος 2007 – Ο ΠΑΠΑΣ

 

Ιούλιος 2007 – Ο ΠΑΠΑΣ

« Ρε!! Λάτε πάνου ρεεε!»

Η φωνή ακούστηκε κείνο το βραδάκι από το Πανοχώρι κι έφτασε ως δω κάτου στη Μουρτιά!

Την άκουσε ο Γιώργης της Βαγγέλαινας και είπε της γυναίκας του «Μωρ Κοντυλιώ, νέβα κειδά στο λιακουδάτσι και ρώτησε τους τι θέλουνε μαθές»

Ανέβηκε κείνη και με δυνατή φωνή, ρώτησε. «Ουουου! Λάτε πάνου ,πόψε έχουμε παπα!»

Τόπε κείνη στον άντρα της που αμέσως είπε. «Καιρός ήτανε δα! Να δεις που θα κάνουνε φχέλαιο να ξορκίσουνε κείνους τους πειραντάδες τους κλιέφτες που καιρό τώρα δεν έχουνε αφήσει κότα στο κοτέτσι»

Λέαμε ότι ήτανε αλιεπού αλλά τώρα τελευταία κλιέβουνε και στραβοτσέρες. Βάλε στο μεγάλο ταγάρι κάνα δυο καρβέλια που φούρνισες σήμερα και να ανηφοροήσουμε να τα βλογήσει κα ιτσίνα ο παπά Αντρέας , να πιούμε ένα ποτήρι νερό τσει πάνου τσε να καταραστούμε εκείνους τους γκιντήδες»

Σε λίγο με το ραβδί στο χέρι για τους στσύλους ανηφορίζανε για το Πανοχώρι που μένανε οι συγγενήδες τους. Όταν ζυγώσανε ο στσύλος του σπιτιού ροκάνιζε ένα τραγίσιο κόκαλο και από μέσα, ούτε παπάς ακουγότανε μουδέ λιβάνι μύριζε. Με το άνοιγμα της πόρτας τους ήρχε στα ρουθούνια κρέας βραστό που ήτουνε απλωμένο μέσα στο μεγάλο ταβά ακουμπησμένο πάνου στο σοφρά της κουζίνας.

« Κοπιάστε, κοπιάστε» είπε η νοικοκυρά του σπιτιού, και τους έφερε θρονιά να καθίσουνε. Έφερε και κρασί και ούλοι μαζί στρωθήκανε στο φαγοπότι.

 «Τι έγινε μωρέ ο  παπάς και δεν φάνηκε ακόμη? Ρώτησε.. Μην τούτυχε τίβοτα δα και άργησε? Να βγούμε λέω γω να τηράξουμε.»

«Τώραααα! Νάταν κι άλλος!» Είπε η νοικοκυρά. «Πόχε πάει καλλιά του. Καλά ήτανε . Αύριο θα δούμε πάλι πως θα γένει»

Παράξενο φάνηκε τούτου στους μουσαφιραίους αλλά επειδή είχε περάσει πια η ώρα είπανε να γυρίσουνε στην βάτρα τους και αύριο είχανε καιρό να ξαναπάνε να αναθεματίσουνε τους καταραμένους τους κλέφτες για να μείνουμε πια ανέγγιχτα τα ζωντανά τους.

Βγαίνοντας είδανε στο φως του μισοφέγγαρου κα΄τι σαν σκιάγμα. Κειδά στην αυλή περασμένο σε καλαμιά καμωμένα σταυρωτά ήτανε απλωμένο για να στεγνώσει ένα τομάρι από τράγο.

«Να μωρ Κοντυλιώ! Τώρα δω ότι πρέπει είναι τούτο για να κάνουμε τουλούμι για το τυρί μας.

Το βουτήξανε και το χώσανε στο ταγάρι τους.

Την άλλη , όταν το πήρανε για να το κουρέψουνε , να το σάσουνε τουλούμι του τυριού, είδανε ότι τα χρώματα του τομαριού ήτανε ίδια με του γκεσεμιού τους που είχανε να το δούνε από προψιές.

Τότε καταλάβανε γιατί δεν φάνηκε ο παπάς και τι ήτανε κείνο το βραστό που καταβροχτίσανε τσε πάνου στο Πανοχώρι.

Τούτες τις κουβέντες μου τις είχε ειπωμένες η θεια Σοφία η Χαρτζανιώταινα που την λέγαμε και τζακοξυλού.

Συγχωρεμένη νάναι και μεις νάμαστε καλά να πούμε κι άλλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου