Μάρτιος 2006 – ΤΟ ΑΡΡΩΣΤΟ ΠΟΥΛΙ
«Σούφερα
μωρή ένα κοκοράτσι να σάσεις μαζί με κουρκουμπίνες να περάσετε τώρα τις απόκριες.
Όχι ούλο, χασάπικο κρέας γιατί θα πιάσει καμιά τριτσάνα».
Αυτά είπε
στην κόρη της η θείτσα από το χωριό όταν κατέβηκε να την δει κειδά κοντά στα
Πηγαδάκια.
Τόδεσε κόμπο
η κόρη και δυο μέρες προτού την τελευταία Αποκριά, τόσφαξε και το έβαλε στο ψυγείο να σιτέψει. Τότε ήρθε
και το τηλεφώνημα από την κουμπάρα της από την Αθήνα.
«Μονάχοι
είσαστε, δε ρχούσαστε πέρα να αποκρέψουμε μαζί πούμαστε τσε μεις μόνοι μας?» ‘Άλλο
που δεν ήθελε η Ελενίτσα. Έψησε και το Γιώργη της και παραμονή τελευταίας
Αποκριάς με τον κόκορα στην τσάντα ξεκίνησαν για την Αθήνα. Φάγανε, ήπιανε το
βράδυ και κει ο Γιώργης είπε. «Βρε! Δε πάμε
όξω να πιούμε ένα ουίσκι κάτου στο Ρέμο να ξεσκάσουμε?Σαρακοστή πιάνει από
αύριο και τέρμα ούλα»
Τόπανε τα’αποφασίσανε
και νάσου στο Ρέμο. Στο δεύτερο ποτήρι έσκυψε η κουμπάρα και είπε σιγά στο Γιώργη.
«Τι Σαρακοστή μου λες κουμπάρε? Ο κουμπάρος σου έχει Σαρακοστή απ τα
Χριστούγεννα. Δεν έχει τη λεβεντιά τη δική σου!» Ταταρώθηκε ο Γιώργης, του
άρεσε η κουβέντα τούτη. Την κοίταξε με νόημα και μπήκε σε σκέψη. Έπρεπε να
τελειώσει την κουβέντα αυτή και μάλιστα με έργα. Πεταχτούλα ήτανε η κουμπαρίτσα
του ήξερε ότι βραδιές βραδιές που ο
κουμπάρος του είχε νυχτερινή βάρδια , έμενε ολομόναχη στο σπίτι. Τώρα τι
γίνεται?
Με το που
πάτησαν το πόδι χάμου έπεσε σε βαθειά συλλογή. Πώς την κοπανάνε τώρα πότε πότε?
Τι έχεις? Τι
έπαθες? Τον ρώτησε η δική του όταν τον είδε σκεφτικό. Τότε, τούρθε η ιδέα.
Τον
τελευταίο καιρό , της είπε, δεν είμαι καλά. Λόγω της Σαρακοστής δεν έδωσες σημασία
γιατί νομίζεις ότι νηστεύω. Έπεσες όξω. Θυμάσαι, που όταν έσφαξες τον κόκορα
μου τον έδωσες μετά να τον μαδήσω?
Ολοίσα μετά εγώ πήγα προς νερού μου. Φαίνεται όμως ότι αυτό το
καταραμένο πουλί είχε αρπάξει τη χλιμπάζα και τώρα, τι να σου πω! Μου κόλλησε
και μένα το που πέντε νου ενιά.
Αλίμονο και
τρισαλί μου! Έσκουξε εκείνη. Να πας αμέσως στο Νοσοκομείο να τηραχτείς!
Τι λες Λένη?
Της είπε. Ποιο Νοσοκομείο? Δω, πρέπει να με δει γιατρός βαρβάτος και μήπως πάνω
και όξω, κατά Αγγλία μεριά!
Να πας! Να
πας! Είπε εκείνη. Δόξα τω Θεώ λεφτά έχουμε! Να κοιτάξεις την υγεία σου και να
γιατρέψεις κείνο το είδος γιατί το χρειαζόμαστε.
Πήδηξε ο
Γιώργης απ την χαρά του και βγήκε πιο πέρα για να μιλήσει στο κινητό.
Σύσαι
κουμπάρα? Πότε έχει νυχτερινό ο κουμπάρος? Την Πέμπτη? Από νωρίς θάμαι εκεί!
Άρχισε το
πέρα δώθε ο ασθενής, πήγαινε σε κείνοντε το γιατρό ούλη νύχτα αλλά το που πέντε
νου ενιά δεν έλεγε να θεραπευτεί.
Αντίθετα,
όταν γύριζε, ήτανε ακόμα πιο πεσμένο.
Κάνε
υπομονή! Τούλεγε η Ελένη. Σιγά σιγά, με τον καιρό, θα ξαναγιάνει. Φτάνει που το
πρόφταστες καημένε μου! Κάποια μέρα, με
τα φάρμακα που υπάρχουνε θα ξαναζωντανέψει , νάχω και γω η μαύρη κάτι να
χαίρομαι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου