Όταν πέθανε ο Κώστας της Γεωργίας, από τους πρώτους που πήγαν να συλλυπηθούν ήταν ο γείτονας της ο Βαγγέλης.
"Ζωή σε σένα" της είπε, " και θειοσχωρέστονε. Κι άκου! Γείτονες είμαστε! Δε θα σ'αφήσουμε να χαθείς! Ό,τι σου λείψει, εγώ είμαι εδώ!"
Και της έκλεισε το μάτι.
"Το ακούεις?" έσκυψε εκείνη στο αφτί του πεθαμένου , μόλις έφυγε ο γείτονας.
"'Αει, συ, τσει που πας και δεν θα σου λείψουνε τα κεριά και τα λιβάνια, αλλά όπως άκουσες κι εγώ δεν θα μείνω σκέτη. Φέγα, λοιπόν ξένοιαστος!"
Και κρυφά, μη τη δει κακό μάτι, έσκασε ένα χαμόγελο.
Δε θάχε εννιάμερήσει ο μακαρίτης, όταν έκανε σεφτέ στις χαρές της ο γείτονας. Σαν καλά ήτανε κι όοπυ τρεις και λίγο ξανάκανε σεφτέ. Βέβαια, τούτη, η Γιωργία, μήτε νέα ήτανε, μήτε και όμορφη. Ρέγγα καπνιστή ήτανε , αλλά βλέπεις και η αλμυρίτσα της ρέγγας έχει το γούστο της. Να μην πούμε ότι η Βαγγελιώ η δική του μετα μπόλικα πάχια της, από μακρυά μύριζε πια ξύγκι και μούχλα.
Καλά πήγανε το χειμώνα, πιο καλά την Άνοιξη και τώρα πια , αρχές Καλοκαιριού , θα πηγαίνανε ακόμη καλύτερα. Κειδά, πάρα δίπλα, ήτανε το σπίτι του και ότι ώρα ήθελε, πέρναγε μέσα από τον μπαξέ της κυρά-Μαρίκας και ούτε κακό μάτι να δει, ούτε κουσέλια να γίνουν, τρύπωνε στην κάμαρα της Γιωργίας. Έλα όμως που επειδή άρχιζαν οι ζέστες, τα κοτερά της Μαρίκας κι οι δυο διάνες βγήκαν από το κοτέτσι που κουμούτανε το χειμώνα και ρίχνανε τα ροχαλητά τους πάνου στα κλαριά της συκιάς όξω στον μπαξέ, από κει που πέρναγε ο μουρντάρης.
Κείνη τη νύχτα, ανίδεος εκείνος, δρασκέλισε τον μπαξέ και λάου -λάου πήγαινε στην βάτρα του. Και τότε, έγινε το συνανάι. Ξυπνήσανε τρομαγμένα τα πουλερικά, κοκοκό οι κότες, γλου -γλου οι διάνες και ξυπνήσανε την Μαρίκα.
"Νίκο! Ξύπνα!" σκούντηξε τον άντρα της.
"Πάρε τη καραμπίνα και ρίχτου στο ψαχνό! Κλεφτοκοτάς είναι!"
Βγήκε εκείνος στην πόρτα, καλού κακού έριξε μια μπαμ στον αέρα.
Ξύπνησε η γειτονιά, ανάψανε τα φώτα, ξύπνησε και η Βαγγελιώ. Δεν είχε καλά -καλά καταλάβει τι γινότανε όταν είδε τον Βαγγέλη της να μπαίνει τρομαγμένος, με τα βρακιά κατουρημένα.
"Καλά να πάθεις αφορεσμένε!" του είπε. "Κείνο το μαραφέτι σου που ορεγότανε ρέγγα, να τι σου έκανε! Άει τώρα , άλλαξε κι εφώ θα απλώσω τα βρεμένα του μπροστά στα κάγκελα της βεράντας να τα βλέπουμε οι γείτονες και να γελούνε με τα ρεζιλίκια σου. Μόρτη, ε, μόρτη!"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου