Πέμπτη 19 Αυγούστου 2021

Γενάρης 2006- Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ. Χρονογράφημα του Α.Κ. στην Καρυστινή

 

 

Γενάρης 2006- Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ

 


Όταν η κυρά Βαγγελίτσα είδε ξανά και ξανά το Νικολή της Κατίνας από τις πάνου γειτονιές του μεγάλου Δημοτικού σχολείου να έρχεται πόδε κάτου στο σπίτι της ότι μαθές του έκανε ωραίο καφέ, έβγαλε το συμπέρασμα ότι ερχότανε σαν γαμπρός για την κόρη της.

Βέβαια, τούτος ήτανε πέντε έξη χρόνια πιο μικρός από τη δική της αλλά τι πείραζε?

Ο έρωτας χρόνια δεν κοιτά .Στο κάτου κάτου είχε ακουστά  ότι με τον καιρό ο καινούργιος κουβάς του πηγαδιού χαλάει ενώ τα πηγάδι είναι πάντα στη θέση του.

Έτσι και τούτη. Μονάχα ένα δεν μπόρεσε να χωνέψει. Πως γινότανε δα και μόλις ερχότανε ο Νίκος, σε λίγο τσουπ τσούπ,  ερχόταν και η ανηψιά της, η κόρη της αδελφής της για να ρωτήσει τάχα τη ξαδέλφη της κάτι για τα μαθήματα της.

Τούτο η Βαγγελίτσα δεν το πήρε με καλό μάτι αλλά πάλι είπε μωρέ, κατούρατο το νιάνιαρο! Που ξέρει τσείνο από άντρες και παντρειές!

Νάσου λοιπόν περιποίηση στο γαμπρό, νάσου τρατέμαντα. Ο καιρός όμως πέρναγε, και κείνος δεν έκανε κιχ. Η κόρη έσαγνε τα προικιά της και κάθε βράδυ, έβλεπε τον Νίκο στον ύπνο της. Μια μέρα, ξύπνησε αγκομαχισμένη και έπιασε τη μάνα της από τα μούτρα. «Δεν αντέχω άλλο! « της είπε. « Πότε θα γίνω νύφη? Αφού ντρέπεται να με ζητήσει, να πας εσύ, να τον ζητήσεις από την μάνα του. Όχι να κάθεσαι με σταυρωμένα χέρια. Εγώ τόνε θέλω και πρέπει τούτη η ιστορία να τελειώσει μάνι μάνι.»

Τόπε το ξανάπε, αποφάσισε η Βαγγελίτσα να πάει στο σπίτι της Κατίνας να κουβεντιάσουνε και να κανονίσουμε τα του γάμου.

«Καλώς τηνε , καλώς τηνε,» είπε εκείνη μόλις την είδε. «Είπα τσε γω, πως άργησε μαθές η Βαγγελιώ να κάνει κατά πάνου. Κάτσε να σε κεράσω που έχω τώρα δα σαγμένο γλυκό κυδώνι να πιείς ένα νερό τσε να τα πούμε.»

Καταχάρηκε η μουσαφίρισσα. Εδώ τον έχω το γαμπρό, σκέφτηκε και έτριψε τα χέρια της  από χαρά.

Μετά τα κεράσματα και τις ευχές για τα στεριώματα των παιδιών, άρχισε να ιστοράει της κόρης της. «Νοικοκυρά, πρώτης γραμμής, με την προίκα της και πάνω απ΄ούλα, αντρικό χέρι δεν την έχει αγγίξει» Είπε , είπε , μάλλιασε η γλώσσα της. Η άλλη άκουγε χωρίς να μιλάει. Σε μια στιγμή, αποφάσισε να ανοίξει το στόμα της.

« Αχ Βαγγελιώ μου!» της είπε. «Μου θύμισες την ιστορία της κουκουβάγιας  πως μονάχα κεινής το παιδί ήτανε το πιο όμορφο. Ο Νικολής μου όμως, καλή του ώρα , τάχει σαγμένα με την ανιψιά σου , την κόρη της αδελφής σου. Για κείνο σου ρχότανε  και ξαναρχότανε σπίτι σου για να τη βλέπει και να καταφέρουνε να σε στείλουνε για προξενήτρα.»

«Ας είναι! Έπεσε λάδι μέσα στο τσουκάλι σου. Έτσι κι έτσι, συμπεθέρα θα σε ανεβάζω, συμπεθέρα θα σε κατεβάζω. Καλά να είναι τα παιδιά και στο γάμο τους θα βάλουνε το κορίτσι σου πρώτο στο χορό, μήπως ξεστραβωθεί κανένας να την πάρει προτού ξεπεράσει κατά κλά γιατί τα χρόνια περνούνε γλήγορα.

Η άλλη της ήρχε να πέσει ξερή. Πήγε για μαλλί και έφυγε κουρεμένη. Και μονάχα η ιστορία με την κουκουβάγια της έμεινε στο μυαλό  καθώς το σκεφτότανε φεύγοντας.

«Καλά να πάθω!!»μονολόγησε. « Νόμιζα πως ήρχε η ώρα για το στσάζαρο το δικό μου όμως η τύχη κοιτάζει καλύτερα από μένα και ξέρει σε ποιον θα πέσει. Το λένε κιόλας. Οι μικρούλες και τρελλές, έχουν τις τύχες τις καλές!»

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μουσικό Οδοιπορικό της Χρυσούλας Παλιούρη.

  Η Χρυσούλα Παλιούρη παίζει Καρυστινή Λύρα, έχει μάθει τσαμπούνα με δάσκαλο τον Γιάννη Μαμά, και με μεγάλη προσήλωση και ενθουσιασμό, προσπ...