Πέμπτη 19 Αυγούστου 2021

"Πνίξαν το κουνέλι" Χρονογράφημα Α.Κ. στην Καρυστινή.

 


Δεκέμβρης 2005 -  ΠΝΙΞΑΝ ΤΟ ΚΟΥΝΕΛΙ!!

Το σπίτι τους ήταν απέναντι στην πίσω μάντρα του τότε Γυμνασίου που το αφανίσανε η τύφλα και η μούτζα των πάντα ανόητων υπευθύνων  του τόπου μας. Παιδιά, σκυλιά δεν είχανε. Είχανε όμως μέσα στα καλυβάτσα τους δίπλα στη πλακόστρωτη αυλή, κότες και κουνέλια.  Η μεγάλη χαρά των νεαρών της εποχής γιατί κάποιοι που θέλανε μεζέ αρπάζανε εν τω μέσω της νυχτός ένα κουνέλι η μια κότα, το καθαρίζανε και μετά το παραδίνανε στον μπάρμπα Γιώργη το βαρελά.

Το έφταχνε εκείνος κοκκινιστό με μπόλικες τηγανιτές πατάτες και τούτοι οι μούλοι το καταβροχθίζανε και κατεβάζανε αρκετή ρουφοξυδιά που τους σέρβιρε στην ταβέρνα του.

Μετά, ανά τας οδούς και τα ρύμας κανταδίτσα «μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες ..»

Μια φορά που λέτε, ένα από τα κουνέλια μισοπνιγμένο όπως ήτανε ξέφυγε από τα χέρια του απαγωγέα του και μέσα στο σκοτάδι τρύπωσε σε μια γωνιά.

Εκεί το βρήκε την επομένη η νοικοκυρά του και έβαλε τις φωνές. «Που θα μου πάτε κλεφτρόνια .Δεν θα σας πιάσω?Ολοίσα θα πάω στον Γυμνασιάρχη να τους καταγγείλω».

Έτυχε τώρα εκείνη η νοικοκυρά να έχει μπροστά στο δρόμο μια καμαρίτσα που επειδή δεν φτάνανε οι κάμαρες του σχολείου για όλους τους μαθητές την νοικιάζανε και κάνανε μάθημα , η τάξη με τους λιγότερους.

Στις διακοπές των Χριστουγέννων ξεχάσανε να την κλειδώσουνε και ένα από εκείνα τα αλάνια το πήρε είδηση. Είπε λοιπόν της καλής του, να τρυπώνουνε κειδά μέσα για να λένε για τις αγάπες τους κρυφά από τα κακά μάτια και προφυλαγμένοι από τη βροχή και το κρύο.

Παραμονές Πρωτοχρονιάς του μήνυσε εκείνη η τσαπερδόνα του αγοριού της , ότι η μάνα της θα έκανε κουραμπιέδες και μελομακάρονα το απόγευμα προς το βραδάκι και εκείνη θα τα κουβάλαγε στο φούρνο του Βαγγέλη που ήτανε στη γωνίτσα. ‘Αμα ήθελε ας πήγαινε κείνος στην κρυψώνα τους και ώσπου να ψηθούνε τα γλυκά θα είχανε καιρό να πούνε τα δικά τους. Έτσι και έγινε. Η νοικοκυρά όμως , όλο είχε στον νου της να πιάσει τον κλέφτη των κουνελιών.

Κείνο το βραδάκι καθώς γυάλιζε τους τετζερέδες για να τους βάλει στο ράφι γυαλισμένους για τις χρονιάρες μέρες πήρε το αυτί της κάτι άχ ,βαχ, που έρχονταν από την μεριά της καμαρίτσας.

«Επιτέλους τους έπιασα!»  είπε. Πήρε το φακό και όρμησε κατά κει. Με αυτά που είδε της έπεσε ο φακός απ τα χέρια.

«Τι είναι?! Τι έγινε?» Ρώτησε ο νοικοκύρης που έτρεξε να βοηθήσει. «Πνίξανε το κουνέλι?»

«Ναι!» είπε εκείνη ξεψυχισμένη! «Τώρα το πνίγουνε! Μη πας όμως κοντά να δεις , γιατί τέτοιο κουνέλι εμείς ούτε να το δούμε μπορούμε πια, ούτε και να το πνίξουμε!»

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου