Πέμπτη 26 Αυγούστου 2021

Φλεβάρης 2003- ΟΙ ΜΠΕΚΑΤΣΕΣ- Χρονογράφημα του Α.Κ. στην Καρυστινή.

 

Φλεβάρης 2003- ΟΙ ΜΠΕΚΑΤΣΕΣ

Τι πεντάγλυκια βραδιά ήτανε εκείνη? Να μην κουνιέται ούτε φύλλο και ένα λευκό προς το χρυσαφί χιόνι να έχει απλωθεί σε όλο τον τόπο, τριάντα πόντος πάχος και βάλε. Και από πάνου μεσούρανα να έχει σταθεί ώρα πολλή με την κεφάλα του ολοστρόγγυλη , σκεπασμένη με ένα χιονάτο τούλι, ένα Γεναριάτικο φεγγάρι, με το μάτι του καρφωμένο φάτσα στο κέντρο της πλατείας να μας χαζεύει σαν κάτι να περίμενε . Και να που το ξαφνικό, δεν άργησε να γίνει. Στην κάτου γωνία της πλατείας , στο καφενείο του μπάρμπα Χαράλαμπου, γυναίκες που είχανε βαρεθεί την απραξία των αντρών τους τόχανε  ρίξει στο κουμ καν και άντρες που ήθελαν, γυρίζοντας σπίτι να βρουν τις γυναίκες τους να κοιμούντε του ψήφου ώστε να μην έχουν απαιτήσεις, παίζανε πρέφα η Θανάση.

Ο κυρ Χαράλαμπος η Τσάρλι, όπως τον έλεγε η καλή του κυρά Μέλπω, λεβεντοκαμωμένος, καλωσυνάτος αλλά και λίγο αυστηρούτσικος, προσπαθούσε με καρτερία να εξυπηρετήσει τους χαρτοπαίχτες ξενύχτηδες.

Στα τραπέζια βρίσκονταν σε ομάδες,αλλού γυναίκες, αλλού άνδρες και αλλού και από τα δύο και έπαιζαν μετά μανίας αφοσιωμένοι, χωρίς να παίρνουν μυρουδιά τι γίνεται όξω.

Σε μια γωνιά έπαιζαν τάβλι ο όμορφος ανθυπολοχαγός που επέβλεπε τότε τα έργα διάνοιξης του δρόμου για τον Κάβοντόρο με μηχανήματα του στρατού, παρέα με κάποιο φίλο του από δω χάμου..

Να σας πω όμως εδώ ότι ο ανθυπολοχαγός τούτος ήτανε η λαχτάρα και η επιθυμία της κυρίας Νίτσας της αρχιχαρτοπαίχτριας. Αυτοί λοιπόν οι δυο από το τζάμι ,κοντά στην πόρτα που έπαιζαν, αντιληφθήκανε ένα γκρίζο σύννεφο να σκεπάζει την πλατεία και ένας αλαλαγμός από φωνές πουλίστικες να αναστατώνει τον τόπο. Τι είχε συμβεί?

Ήταν το ξαγνικό που περίμενε το φεγγάρι. Ένα τεράστιο σμήνος από μπεκάτσες αποσβολωμένο από το χιονιά και χάνοντας τα νερά του, κατευθυνόταν προς το μοναδικό που υπήρχε στην περιοχή εκείνη την ώρα και που ήτανε το καφενείο του κυρ Χαράλαμπου.

Μερικές μπουκάρανε μέσα στο μαγαζί μόλις άνοιξε η πόρτα και έγινε το σώσε. Μέσα στην αναμπουμπούλα , πετάχτηκε και ο ανθυπολοχαγός πίσω από το μαγαζί, εκεί που δίπλα του ήτανε η μεγάλη βεράντα του αρχοντικού της κυρά Μόσχας για να ξαλαφρώσει από τις μπύρες που είχε πιει από νωρίς στου Τάκη του Μούτση. Ήτανε εκείνη βεράντα, η ίδια που όταν ο μικρός γιος της κυρά Μόσχας είχε αναψοκοκκινίσει από την μπάλα και το βερετούπι που έπαιζε στην πλατεία, έβγαινε κειδά στην άκρη η μάνα του και τον φώναζε.

Μήτσο!! Έλα να φας τη σούπα σου!

Μόλις αντιλήφθηκε λοιπόν η κυρία Νίτσα τον ανθυπολοχαγό να βγαίνει έξω είπε στις φίλες της.

Πάω και γω να πιάσω κανένα πουλί.

Και όσοι οι άλλοι κρατάγανε τις μπεκάτσες που είχανε πιάσει μέσα στο μαγαζί η τις ζαλισμένες όξω στην πλατεία, γύρισε και η κυρία Νίτσα κοντά στην παρέα της με άδεια χέρια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου