Παρασκευή 13 Αυγούστου 2021

"Η κούκλα" Χρονογράφημα του Άγγελου Κεκεμπάνου στην Καρυστινή.

 Μάρτιος 2010 . Η ΚΟΥΚΛΑ.



Στην μεγάλη πλακόστρωτη αυλή της γριάς Αντώνενας είχε κιόλας απλωθεί κάτου από την ισκιερή μουριά το παλιό ντρομίδι .

Κατά μεσής φου΄σκωνε σα θημωνιά μπόλικο προβατίσιο μαλλί έτοιμο για ξάσιμο. Είχε ζεματιστεί για να φύγει η σαριά, είχε καλοπλυθεί και στεγνό και αφράτο περίμενε τις ξάστρες.

Η ίδια η Αντώνενα είχε κατεβάσει το τηγάνι από την σιδεροστιά και ο καλοφτιαγμένος και ολόγλυκος χαλβάς από καλαμποκίσιο αλεύρι και φρέσκο πετιμέζι είχε απλωθεί κουταλιά κουταλιά στη μεγάλη πιατέλα. Από πάνου έτσι για λούσο, τον είχε πυτουρίσει με λίγη ζαχαρίτσα. Έπρεπε οι ξάστρες όσο θα αυξήζανε οι τουλούπες από ξασμένο μαλλί να τραταριστούνε για να συνεχίσουν το ξάσιμο.

Πάνου στην ώρα αρχίσανε να μαζεύουνται οι ξάστρες. Η Ασπασία, η Μαρίκα, οι πιο μακρινές της νηφάδες ήρχανε πρώτες πρώτες και ουλοίσια μετά και οι δυο πιο κοντινές και μαζί, δυο τρεις γειτόνισσες.

Καθίσανε στα σκαμνάκια τους,αρχίσανε το εργόχειρο αλλά ούλες ήτανε γιομάτες έννοια. Τι έγινε μαθές? Γιατί δεν φάνηκε ακόμα η κούκλα?

Τούτη που λέμε ήτανε η Χάιδω η γυναίκα του Πέτρου του Τσαλιαγκού του βιολιστή που πιο πολύ τον έβρισκες με το παρανόμι Ο ΚΟΥΚΛΟΣ και από τούτο ονόμασαν και την Χάιδω , η κούκλα.

Δεν είχε προφτάσει  να ρωτήσουνε οι ξάστρες το γιατί δεν φάνηκε, και νάσου την , γελαστή και κουνάμενη χαιρέτησε και κάθισε στην καρέκλα της. Οι άλλες περίμεναν με αγωνία πότε θα ανοίξει το στόμα της .Ήτανε καλαμπουρτζού η Χάιδω και είχε το χάρισμα να γνωρίζει ούλα τα πλυμένα και άπλυτα της οικουμένης που τα όρια της ήτανε από το Μελισσώνα και κάτου.

Της ήτανε ούλα γνωστά, τι έκανε ετούτη, τι εκείνη, πια φόραγε πανίτικο βρακί, πια κομποσένιο και πια χασισένιο.

Τούτες τις έλεγε παστρικιές και για το λόγο του χασισένιου και για άλλους που εκείνη ήξερε και τα έλεγε βάζοντας μπόλικο πιπέρι.

Χαχανίζανε οι γυναίκες με τούτα, χαχάνιζε και η κούκλα φχαριστημένη που αρέσανε οι ιστορίες της όταν μια στιγμή, έπεσε πανικός.

"Θείτσα τρέχα!!" ' 'Ελα εδώ φτύμα!" φώναξε η Χάιδω της θειας Αντώνενας.

"Τι έπαθες μωρή? Τι σούτυχε?"

"'Ελα παδά να σου πω!" Είπε εκείνη. Κάτι της είπε ψου ψου ψου στο αυτί, και σε λίγο έκπληκτες οι γυναίκες είδανε την γριά να βγαίνει από το σπίτι με ένα πανίτικο εσώρουχο στο χέρι.

" Πάενε μωρή  τσα χάμου πίσω από το φούρνο ,άλλαξε νερόπλυνε κειδά στην γούρνα τσίνο που φορείς τσε το κατάβρεξες με το χάχα χούχα τσε ώσπου να φύγεις θα έχει στεγνώσει τσε το φορείς πάλι".

Οι γυναίκες είχανε ξεραθεί στα γέλια και με κέφι ξάνανε ούλο το μαλλί ,ετοιμάσαμε τις τουλούπες και φχαριστημένες ευχηθήκανε στη κοικοκυρά καλά γνεσίματα.

Από την άλλη κιόλας μέρα την βλέπανε πότε στην αυλή της και πότε όξω στον δρόμο με τη ρόκα στο χέρι να γνέθει καίνο το τόσο γελασμένο μαλλί!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου