. Το Παρτσακλό.
Όταν έφτασε καβάλα στο μουλάρι της η Σεβαστή η μαμή στο Νικάσι η, στα Καλύβια, δεν θυμάμαι ακριβώς, για να ξεγεννήσει την Παγώνα του Γιάννη , μόλις φάνηκε το μωρό έβαλε μια φωνή. "Τι καλαμοκάνι είναι τούτο μωρέ?"
Κατάλαβε όμως όντες μεγαλώσουνε γίνουνται κουκλιά και έχουνε χρυσή τύχη. Ο ουρανός κείνη την ώρα ήτανε ανοιχτός και την άκουσε. Στην αρχή κείνο το καλαμοκάνι ήτανε φτύστο και άστο στη συχασά του. Στα πέντε του χρόνια άρχισε τις σκανταλιές του. Φόρεσε μια πρωινή τα παπούτσια της μάνα του με το ψηλό τακούνι και χραπ, πάρτο κάτου με τις μύτες ανοιχτές.
Συγχίστηκε η Παγώνα, είπε να μην έσωνα να σε έκανα , και όταν κείνο πήγε στο σχολείο και μια μέρα της το φέρανε κατουρημένο, είπε πάλι τα ίδια.
Γέλια που κάνανε τα παιδιά μέσα στην τάξη όταν καλόυ καθουμένου και όπως έκανε το μάθημα η δασκάλα πετάχτηκε από το θρανίο του με φωνές.
"Κυρία -Κυρία κατουρήθηκα!"'
Τότε του κολλήσανε το παρατσούκλι, το παρτσακλό.
Έλα όμως που η προφητεία της κυρά μαμής είχε πιάσει τόπο. Στα δέκα τρία, δέκα τέσσερα, τα κανιά της μεστώσανε και το μουτράκι της Βαγγελίτσας άρχισε να γυαλίζει. Τότε ήτανε που ένα μεσημέρι γυρίζοντας από το Γυμνάσιο πια, κάτου στο γιαλό τη συνάντησε ο Γιάννης από τα Καλύβια. "Συ σαι μωρή Βαγγελίτσα? Πως ομόρφηνες έτσι? Πότε θα τα κουβεντιάσουμε μεις οι δυο?"
Της αρέσανε τούτα της Βαγγελίτσας και είπε. "Όποτε θέλεις. Και τώρα ακόμα αν θες"
Ήξερε ο διάλος ότι ο Γιάννης τρία χρόνια πιο μεγάλος από εκείνη, ήτανε το μοναχοπαίδι με τους νοικοκυρεμένους γονείς. Από εκείνη τη στιγμή, ήτανε και Μάης, άρχισε το ειδύλλιο. Όταν ψήθηκε λίγο ακόμα και εκείνη ήταν στα 17 πλέον είπανε να δοκιμάσουμε αν ταιριάζουνε σε ούλα. Μετά από εκείνη την δοκιμή άρχισε να φουσκώνει η καλή μας και ένα μεσημέρι πιασμένοι χέρι χέρι ,παρουσιάστηκαν στην μάνα της.
"Θέλουμε να παντρευτούμε" της είπανε ορθά κοφτά.
"Γιατί? " απόρησε εκείνη. "Γι΄αυτό!" είπε η Βαγγελίτσα και της έδειξε την κοιλιά της. Η μάνα δεν είπε ούτε ναι ούτε όχι,. Είπε μονάχα. " Καλά βρε διάσκαντοι. Πέστε μου μονάχα αν έχω ένα δου μήνες καιρό να σάξω τα προικιά σου μωρή και ότι πει ο Θεός. Προκάμω , η θάχω και βαφτίσια μαζί?"
Όταν έγινε ο γάμος οι καλεσμένοι κουτσομολεύανε. "Τούτη η πεντάμορφη νύφη είναι κείνο που λέγαμε το παρτσακλό? Μπράβο και συγχώριο νάχει η μακαρίτισσα η Σεβαστή η μαμή που την καλομοίρανε όταν βοήθησε την Παγώνα για να την φέρει στον κόσμο!"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου