Δεκέμβρης 2006- ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΑ ΜΕΣΗΜΕΡΙΑ
Έλεγα να τα
κρατήσω να τα πούμε από κοντά όταν βρεθούμε. Όπως όμως έχουμε μοιραστεί σαν του
λαγού τα τέκνα, ας κάνω του κεφαλιού μου να τα γράψω σε τούτο το χαρτί και ας διαβαστούνε
όπου γης υπάρχουν καρυστινές ψυχές.
Καλά
νάσαστε, και με το καλό νάρχεστε όσοι ήσαστε μακριά. Ο τόπος μας σας περιμένει.
Να αρχίσω
λοιπόν όπως μου κόψει. Και να πάμε τούτη τη φορά, μεσημεριάτικα στις δυο
αμμουδιές. Στα γυναικεία μπάνια ίσα κάτω στην Πεταλούδα στην μικρή απόκρυφη
αμμουδίτσα και μετά ολοίσα στα αντρικά, στην ψιλή άμμο.
Και νάσου
την η κυρά Μαριγώ από τους Μύλους με την γαιδουρίτσα της δεμένη στην δάφνη όξω
από το Μπούρτζι και κείνη με το παλιό της το βρακί να κολυμπάει ίσα ίσα που
έβρεχε τα πισινά της και τα στήθια της να φουσκώνουνε λεύτερα στο πάνω κορμί της
και από κάτω δεμένες με σκοινί δυο μεγάλες κολοκύθες που τις λέγαμε καρύκες να
παριστάνουνε το σωσίβιο.
Πάνου από τις
ακρογιαλιές η κυρά Κακαβόγιενα με τη λιγούνα στο ένα χέρι και με το άλλο να
μισοσηκώνει τη φουστάνια της και να φωνάζει ώστε να την ακούνε ίσαμε τη Τζιά.
«Βασίλη! Βρε
Βασίλη!! Που είσαστε βρε γοργόνια! Λάτε πάνου βρε γκιντζήδες!»
Πάμε τώρα
και στην Ψιλή. Ψυχή ζώσα εκεί μέσ’στο κατασήμερο και μόνο ο Θάνος. Αν και είχε
παντρευτεί από καιρό με τη Σωτηρούλα ,εν τούτοις εξακολουθούσε να κάνει το
μπάνιο του όπως τον πρωτοπήγε η κυρά Μαρίκα η μάνα του όταν ήτανε μωρό. Δηλαδή,
τσιτσίδι!
Οι γυναίκες
που περνάγανε στο δρόμο από πάνου κάνανε τάχαμου πως δεν βλέπανε και με τα δυο τους
μάτια παρά λοξοκοιτάξανε μονάχα με το ένα. Κείνου καρφί δεν του καιγότανε ,
παρά έκανε και τις κωλοτούμπες του προς αγαλίαση του κορμιού και της ψυχής του.
Τα υπόλοιπα στην κυρά Σωτηρούλα.
Πάμε τώρα
και κάτω στη αγορά , στα καφενεία της παραλίας. Στου Σαρλάνη περιμένανε το
παπόρι και πιο πέρα στο Καραγιώνη η στου μπάρμπα Θοδωρή, οι εργάτες του λιμανιού
και οι καπεταναίοι δροσίζονταν κάτω από τις μουριές πίνοντας ένα ποτήρι νερό
από το αιγινήτικο κανάτι φερμένο από τους Κορυδαλλούς, η αν είχαν καμιά
δεκαρίτσα στην τσέπη τους τραβάγανε κανένα κατοστάρι που το συνόδευαν πότε πότε
με δυο ελίτσες.
Και τώρα,
νάσου μπροστά μας ο φιλόσοφος ο μπάρμπα Κώστας Σπηλιώτης με πιωμένο το κρασάκι του να τραγουδά
μερακλωμένος.
«Έβγα χέστρα
μου να δεις τον κατρουλή σου!»
Πιο δω, πιο
δω, και μέσα στο στενό του Καραλή, στου Βαγγέλη το Γιαχνί την ταβερνίτσα, η
στου μπάρμπα Δράκου, να μοσχομυρίζουνε λιχουδιές κρεμμυδάτες και σκορδάτες η
και από καβοντορίτικο τσαρούχι από τους οξωτάρηδες του Κάβο Ντόρου που παρά τη
φτώχια τους δίνανε ζωή στον τόπο. Να θυμηθούμε ξανά το χασάπικο του Γράτζου και
το κλαρίνο του Τουρνανά, που κάθε Κυριακή μεσημέρι καιγότανε το πελεκούδι .
Τώρα , ξέρω.
Θέλετε το πάρα κάτω.
Αυτό το πάρα
κάτω, λέω να το αφήσω σε σας να μου το πείτε η να μου το γράψετε κι εγώ θα το
χτενίσω , θα το στολίσω, και θα σας το επιστρέψω λουσάτο. Μονάχα νάσαστε ούλοι
καλά, όσοι είσαστε εδώ και ακόμη καλύτερα, όσοι βρίσκεστε μακριά μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου