Σάββατο, 27 Απριλίου 2019
To ξύπνημα το μικρού
Καρύστιου Έρωτα την βραδιά της Ανάστασης. Διήγημα.
To ξύπνημα το μικρού
Καρύστιου Έρωτα την βραδιά της Ανάστασης.
Ήταν βράδυ. Ένα βράδυ ζεστό,σκοτεινό και υγρό με την σκόνη από την Αφρική
να πήζει την ατμόσφαιρα σαν την ζαχαρόπαστα που ταίζουμε το νεαρό μελίσσι .
Έτρωγαν οι άνθρωποι την σκοτεινή ζαχαρόπαστα και γέμισαν όνειρα και
ελπίδες. Η προσμονή της Ανάστασης του Κυρίου έκανε και τις πιο
κυνικές ψυχές να γεμίζουν με κάτι που έμοιαζε πίστη στο αδύνατον.
Οι δείχτες του ρολογιού έσπρωχναν ο ένας τον άλλον να
προλάβουν να φτάσουν πρώτοι στο δώδεκα όπου τα κτυπούσαν και θα σήμαιναν την
Ανάσταση. Από την πολύ τους βιασύνη όμως, την ώρα που περνούσε δίπλα από το 11
ο μεγάλος λεπτοδείκτης άρπαξε το ένα και άρχισε να το τραβά μαζί του. Το άλλο
ένα, έβαλε τις φωνές και εκείνη ακριβώς στην στιγμή ο χρόνος μπερδεύτηκε.
Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι περίεργα και μαγικά πράγματα συμβαίνουν όταν
μπερδεύεται ο Χρόνος.
Ο Χρόνος ο άχρονος, ο χρόνος ο άφθαρτος, ο χρόνος ο κυκλικός, ο
«εξ ου και εις ο» μπερδεύτηκε και έπιασε το νήμα του από την αρχή. Τότε που η
Νύχτα και το Σκότος ενώθηκαν και από το αυγό της ένωσης τους,
άνθησε ο Έρωτας.
Ποιος ξέρει άραγε αν έφταιγε η νύχτα με την πηχτή της την ζαχαρόπαστα από
αρχέγονη σκόνη? Ποιος ξέρει αν τα ουράνια ήταν ανοιχτά περιμένοντας την
Ανάσταση του Κυρίου?
Ότι και αν ήταν εκείνη την στιγμή συνέβη το θαύμα και ο μικρός Έρωτας
άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε με έκπληξη και δέος γύρω του.
Η καρδούλα του σκίρτησε προσπαθώντας να δει μέσα στο λιγοστό φως που έπεφτε
από τις λάμπες του δρόμου μέσα από τα τσάμια του Μουσείου.
Ακίνητες μορφές τριγύρω του, αγγεία, επιγραφές και επιτύμβιες
στήλες .
Κοιτώντας καλύτερα, η ψυχή του φτερούγισε αντικρίζοντας την γνώριμη φιγούρα
της Αφροδίτης.
« Θεά! Θεά μου!» ψιθύρισε προς το μέρος της με την ελπίδα να βρει μια
παρηγοριά σε αυτήν την τόσο παράξενη στιγμή που δεν ήξερε ακόμα αν ήταν
ζωντανός, η κάποιο αστείο του έπαιζαν πάλι οι Θεοί του Ολύμπου.
Όμως καμιά απάντηση δεν ήρθε από το άγαλμα της Αφροδίτης που έστεκε εκεί ,
απέναντι του στο Καρυστινό Μουσείο.
Ο Έρωτας σιγά σιγά, κατέβηκε από το βάθρο του και τέντωσε τα χέρια του να
ξεπιαστούν. Τόσες αιώνες ακαμψίας δεν θα μπορούσαν να περάσουν σε μια στιγμή
και έτσι άρχισε να περπατά σιγά σιγά ανάμεσα στα εκθέματα και να διαβάζει τις
επιγραφές.
«Μα που είμαι?» αναρωτήθηκε στο τέλος. « Γιατί είναι όλα μαζεμένα εδώ? Τι
συμβαίνει? »
Κοίταξε γύρω του εξεταστικά και έχοντας συνηθίσει το σκοτάδι παρατήρησε ότι
το κτήριο δεν ήταν σαν και αυτά που ήξερε και διστακτικά προχώρησε προς την
πόρτα.
Αφού άνοιξε την μεγάλη ξύλινη δίφυλλη πόρτα κατέβηκε τα σκαλιά και κρύφτηκε
πίσω από τους θάμνους να μην τον δουν οι άνθρωποι που περνούσαν εκείνη την ώρα.
«Μα τι περίεργα ρούχα φορούν! Και τα κτήρια τριγύρω είναι τόσο παράξενα! Μα
τον Δία, ξαναζωντάνεψα η σε λάθος πλανήτη, η σε λάθος χρόνο!»
Προσήλωσε την σκέψη του στις σκέψεις των ανθρώπων και με έκπληξη τεράστια
αντιλήφθηκε ότι περίμεναν έναν θεό που δεν γνώριζε να αναστηθεί σε λίγο.
Όχι αυτόν! Όχι αυτόν, -το πρώτο φως- όπως τον αποκαλούσαν στον καιρό της
παντοδυναμίας του, αλλά κάποιον άλλον.
Στάθηκε εκεί, πίσω από τον θάμνο ένας τρομαγμένος μικρός θεός, ένας και
μόνος αποκομμένος από τον μεγάλο θεό Έρωτα και τις υπόλοιπες θεότητες της
Αρχαιότητας σε λάθος χρόνο και λάθος πίστη.
Άρχισε να κλαίει στην αρχή σιγά σιγά και μετά με αναφυλλητά. ΄Ένα γοερό και
μακρόσυρτο κλάμα με τα δάκρυα να ποτίζουν τους φρεσκοφυτεμένους
καλληστήμονες και εκείνοι αμέσως να κοκκινίζουν τα άνθη τους.
Μέσα του είχε ανοίξει ένα πηγάδι και κάθε δάκρυ ήταν σαν να έσκαβε το
πηγάδι πιο βαθιά και κάθε λυγμός ήταν σαν να ήθελε να αδειάσει το πηγάδι.
Πέρασε αρκετή ώρα, η ίσως πάλι έτσι να του φάνηκε μιας και οι δείκτες ακόμα
δεν είχαν συνέλθει για να πιάσουν τον χρόνο πάλι σωστά στο μέτρημα και να έλθει
ξανά η Τάξη στον Κόσμο.
Στο τέλος πια, όταν το πηγάδι των λυγμών είχε αδειάσει και είχε ξεκουραστεί
λίγο στο δροσερό χορτάρι σηκώθηκε είπε τα μαγικά λόγια που τον έκαναν αόρατο.
Έτσι αόρατος ακολούθησε τους ανθρώπους προς τα κάτω στην παραλία
όπου πολλοί πολλοί άλλοι ήταν συγκεντρωμένοι.
Πήγαιναν όλοι στο λιμάνι και έβλεπε τα καίκια που πλησίαζαν από μακριά. Του
έκαναν εντύπωση τα φώτα, τα αυτοκίνητα, ο κόσμος που γυναίκες άντρες παιδιά,
όλοι μαζί ανάκατα περπατούσαν, μιλούσαν και έτρωγαν.
«Τι περίεργο πράγματι! Πότε έγιναν όλα αυτά και κανείς από τους θεούς μας
δεν τα πήραν είδηση!» Μονολόγησε ο μικρός μας έρωτας και γεμάτος περιέργεια
πέταξε πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων, μπήκε μέσα στις κουζίνες των
εστιατορίων, ήπιε νερό από τις ανοιχτές βρύσες και στροβυλίστηκε
γύρω από το κατάρτι ενός ιστιοφόρου.
Από όπου περνούσε το χαμόγελο των ανθρώπων έγινε πιο ζεστό, το φαγητό πιο
νόστιμο, το νερό πιο δροσερό το κύμα πιο ήρεμο.
Για μια στιγμή, σκέφτηκε να πετάξει τα βέλη της φαρέτρας του σε μερικούς
που ένιωθε ότι η καρδιά τους δεν είχε σκυρτήσει ποτέ από αγάπη αλλά δεν τόλμησε
σε αυτόν τον τόσο παράξενο τόπο να κάνει τα παλιά του κόλπα.
Αντί για αυτό, πέταξε μέχρι το καίκι που πλησίαζε γρήγορα και χώθηκε στην
καμπίνα του καπετάνιου. Ο μικρός μας Έρωτας ένιωσε το Φως να τον
γεμίζει μια γλύκα τόσο βαθιά όσο και τότε που για πρώτη φορά τον αγκάλιασε η Νύχτα.
Ήταν σαν να άνοιξε πάλι το αυγό του και από τα τσόφλια του σκορπίστηκαν σπίθες
και καύτρες μαζί.
Κοίταξε την εικόνα του Ιησού και το ιερό του Φως και τότε κατάλαβε ότι
μπροστά του είχε το Φως το εντός του, την Νύχτα και το Σκότος, την Αυγή και την
Δύση του χρόνου και του Σύμπαντος μαζί.
«Ήρθε τελικά αλλά εμείς είχαμε ήδη φύγει» είπε με ευλάβεια ο μικρούλης έρως
και φτερούγησε ξανά ακολουθώντας το πλήθος των πιστών μέχρι την εκκλησία.
«Αναστάσεως Ημέρα Λαμπρηνθώμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα» έψαλλαν οι
ψαλτάδες και η χαρά πλημμύρισε την καρδιά του κόσμου.
Φτερούγισε πάνω ψηλά στις καμπάνες του Άγιο –Νικόλα και τις κτύπησε και
αυτός παίζοντας με τα σκοινιά. «Μα τον Δία» είπε γελώντας στον εαυτό του. « Όλα
είναι όπως πρέπει »
Το ρολόι επιτέλους ξεμπερδεύτηκε και την Τρίτη φορά κτύπησε ακριβώς 12.
«Δεύτε λάβεται Φως, εκ του Ανεσπέρου Φωτός» Βροντοφώναξε ο παπά Κώστας στην
Ωραία Πύλη ενώ δεκάδες λαμπάδες υψώθηκαν σε δέηση για να μεταλάβουν το
μυστήριο.
Ο μικρός Έρωτας την ίδια στιγμή, βρέθηκε πάλι πάνω στο βάθρο του με ένα
αινιγματικό χαμόγελο στα χείλη του.
Η Νύχτα φωτίστηκε από τα βεγγαλικά, οι κρότοι φόβισαν τα παιδιά, ευχές
ειπώθηκαν και αγκαλιές άνοιξαν μα κανείς δεν κατάλαβε γιατί αυτήν την Ανάσταση
όλοι ένιωσαν βαθιά μέσα στην ψυχή τους λίγες στάλες πάρα πάνω αγάπης.
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ όσοι διαβάσετε το διήγημα μέχρι της 12 και όσοι μετά,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ και ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ! Sofiascomments.com
Κόλλια Σοφία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου